Έγινε λαγός.
Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
Μπάτε σκύλοι, αλέστε κι’ αλεστικά μη δίνετε.
Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
Άλογο από τσαΐρι και γυναίκα απ’ το πανηγύρι, ποτέ μην πιθυμήσεις.
Για να μη φάει ο γάτος το ψωμί, τρώει ο ποντικός τα ρούχα.
Α’ που ‘χασε το χοίρο του, όλο μουγκριές ακούει.
Απ’ του διαβόλου το μαντρί, μήτ’ ερίφι μήτε αρνί.
Να ‘καναν οι μύγες μέλι, τρεις οκάδες στον παρά.
Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια.
Πολλά γαϊδούρια μοιάζουν στο παζάρι.
Αν πέσει ανάσκελα ο γάιδαρος, θεό δεν αντικρίζει.
Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
Κάλλιο μία μέρα κόκκορης παρά πέντε μέρες κότα.
Μήτ’ ο σκύλος τρώει τ’ άχυρο μήτε το γάιδαρο αφήνει.
Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
(για μέρη ή δραστηριότητες που έχουν παραμεληθεί ή εγκαταλειφθεί)
Βόδι να μην αλώνιζε, κόρη να μην εγέννα και
νιος να μην εθέριζε, ποτέ του δε θα ‘γέρνα.
Φύλα φίδι το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
Ο σκύλος στην πόρτα του γαβγίζει.
Τα ζώα μου αργά.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Γέρικο άλογο καινούργια περπατησιά δε βάνει.
Χάρη σου ‘χω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα.
Εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι.
Κάλλιο μία μέρα κόκκορης παρά πέντε μέρες κότα.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Μία αλεπού κοψονούρα όλες τις θέλει κοψονούρες.
Η γκαμήλα αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της
Ο λύκος έχει το όνομα και η αλεπού τη χάρη.
Το βουβάλι κι αν ξεπέσει πάλι αξίζει ένα βόιδι.
Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί,
ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι.
Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια.
Της καλής προβατίνας της κρεμάνε το τροκάνι.
Αλί απ’ τον Αλή που ‘χασε τ’ άλογο του και πιλαλεί.
Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
Θα το βρει η στραβή τ’ αρνί της.
Όλα τα πουλιά πάν’ κι έρχονται κι ο σπουργίτης αναμένει.
Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει,
και όποιος τον κίνδυνο αγαπά, αυτός θα τον σκοτώσει.
Το καλό το αρνί, από δυο μάνες γεννιέται.
Ζεματισμένος γάτος, φοβάται και το κρύο νερό.
Αν δεν γονάτιζε καμήλα, δεν θα την φορτώνανε.
Σ’ άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις.
Όση ώρα μίλαγες πατέρα, ξέρεις πόσες μύγες έχαψε ο σκύλος.
Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει.
Η καμήλα από τ’ αυτί δεν κουτσαίνει.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
Από κει που πήδησε η κατσίκα θα περάσει και το κατσικάκι.
Φάγαμε όλο το γαϊδούρι και μας έμεινε η ουρά.
Θέλει και το γουρούνι κουδούνι.
Ζωντανής αρκούδας τομάρι μην αγοράζεις.
Χωρίς δόλο ψάρι δεν πιάνεται.
Το γουρούνι κι αν τη μούρη του κόψεις, πάλι θα σκάβει.
Εδώ βλέπεις το λύκο, κι εσύ ψάχνεις τ’ αχνάρια
Κάθε κόκορας στη γειτονιά του λαλάει.
Το ψάρι από το κεφάλι βρωμάει.
Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
Σε ξένο γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα.
Και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα.
Δυο γαϊδάροι εμάλωναν σε ξένο αχυρώνα.
Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα ,τον τρώνε οι κότες.
Θα κουρέψουμε τη γάτα και θα φτιάξουμε μια κάπα.
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
Η αλεπού και το παιδί της, ένα τομάρι έχουνε.
Άλλοι προγκάνε το λαγό κι άλλοι τον μαγειρεύουν.
Η γριά αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργες.
Θρέφε φίδι το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
Ένα χελιδόνι δε φέρνει την Άνοιξη.
Βάνει του ψύλλου γκέμια.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Μαθημένο είναι τ’ αρνί, να του παίρνουν το μαλλί.
Ο γάτος κι αν εγέρασε, τα νύχια που’χεν, έχει.
Έπεσαν τ’ άστρα και τα τρων τα γουρούνια.
Το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
Εγέρασαν οι γάτοι και περιπαίζουν τους οι ποντικοί.
Ένας αλλά λέων.
Νηστικό αρκούδι , δεν χορεύει.
Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του.
Εμπήκε ο λύκος στ’ άντερα.
Δυο λαγούς αν κυνηγάς, κι οι δυο θε να σου φύγουν.
Εδιώξαμε την αλεπού και μπήκε το λιοντάρι.
Γάτα που κοιμάται ποντικούς δεν πιάνει.
Η αλεπού έχει την ακοή κι ο λύκος τρώει τ’ αρνιά.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.
Ρωτάει το γάιδαρο, αν θέλει το σαμάρι.
Όλα τα γουρούνια μία μύτη έχουνε.
Κάλιο ελεύθερο πουλί, παρά λιοντάρι στο κλουβί.
Βόϊδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
Βγάζουν οι σκύλοι δάκρυα.
Γάτος με γάντια ποντικούς δεν πιάνει.
Θρέψε κόρακα, να σου βγάλει το μάτι.
Καβαλικεύω το γάιδαρο, ώστε να βρω το άλογο.
Κι αλευρωμένος να ‘ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Η καμήλα την καμπούρα του παιδιού της καμαρώνει.
Βάζουν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα.
Η καμήλα από τ’ αυτί δεν κουτσαίνει.
Έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Του τεμπέλη τ’ άλογο το τρώει ο λύκος.
Γάϊδαρο σκουντάς; Πορδιές θ` ακούσεις.
Αντί για λαγό έβγαλε αρκούδα.
Όταν ακούς την αρκούδα στου γείτονα την αυλή, καρτέρα τη και στη δική σου.
Όσο είν’ ο νους μου στο χωράφι τόσα βόϊδα να βρεθούνε.
Το κατσίκι έφαγε χορτάρι, λύκος να φάει τη μάννα του.
Το γουρούνι το κράζουν για μαχτό και κείνο πάει για σκατό.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά λιθάρια.
Έφερε η γάτα τον ποντικό μάρτυρα.
Μας έκανε τον τζίτζικα αηδόνι.
Βγάζει κι απ’ τη μύγα ξύγκι.
Το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
Σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι.
Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
Γελάει το παρδαλό κατσίκι.
Λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Να κάβουρα, δος μου αλεύρι.
Λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια.
Γουρούνι και κοπέλι, ως το μάθεις.
Του ταξε λαγούς με πετραχήλια.
Ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα.
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή σαλαμπαντάνα.
Γουρούνι στο σακί.
Σαν τη γίδα το ψαλίδι.
Βρήκε τη γελάδα κι αρμέγει.
Δεν ξυπνάει το χωριό , αν δεν ακούσει πετεινό.
Ο γάιδαρος πάντα γάιδαρος κι ας φορεί και σέλα.
Βγάζω το φίδι από την τρύπα.
Σαν τη γελάδα την κοπριά.
Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Σκόρπισαν σαν του λαγού τα πουλιά.
Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
Τα κουκουλώνει σαν τη γάτα.
Αντίς να βογκήσει το βόδι, βογκάει το αμάξι.
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Μαλλί αρκούδας, μετάξι δε γίνεται.
Το φιδάκι κάνει ζάλα (βήματα), όπου μυριστεί το γάλα.
Αν άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
Τι είναι ο κάβουρας ,τι είναι το ζουμί του.
Και τα σκυλάκια περιγελούν το λύκο σαν γεράσει.
Γάιδαρος δεμένος, νοικοκύρης αναπαμένος.
– Πώς παν, κόρακα, τα παιδιά σου;- Όσο παν, τόσο μαυρίζουν.
Από τον κόρακα «κρα» θ’ ακούσεις.
Εβάλανε την αλεπού τις κότες να φυλάει
.Φτωχό τ’ αρνί πλατιά ουρά.
Από γίγαντα δανείσου κι από αλεπού αλαργίσου.
Αβούλευτο είναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι,των απανθρώπων τα παιδιά να’ χουν τιμή και τάξη. (Παξοί)
Ένα κοράκι βρίσκεται πάντα κοντά σ’ ένα άλλο κοράκι.
Τα γηρατειά του αετού διαρκούν όσο ή νιότη του σπουργιτιού.
Πίνει η κότα το νερό, κοιτάει και τον ουρανό.
Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων’ οι ψύλλοι.
Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Δεν ξέρει να μοιράσει δυό γαϊδουριών άχυρο.
Άλλοι βγάζουν το λαγό απ’ το ρουμάνι κι άλλοι τονε τρώγουνε.
Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
Το μυρμήγκι σαν είναι να χαθεί βγάζει φτερά.
Τον εχθρό, και μερμήγκι να ΄ναι, πάρ΄ τον για ελέφαντα.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του
μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του.
Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί ίδιο δάγκωμα.
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γενάνε οι κότες.
Και το μικρό το δόλωμα μεγάλο ψάρι πιάνει.
Βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τόνε δέσουν.
Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
Ψάρια στο γιαλό, όσα θέλεις σου πουλώ.
Αρνί που βλέπει ο θεός, ο λύκος δεν το τρώει.
Όποιος έφαγε το βόδι εκρύφτη κι όποιος έφαγε τ’ αβγό εμαρτυρήθη.
Όλα τα γουρούνια μία μύτη έχουνε.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του,
ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
Η κότα σγαρλίζοντας, τα μάτια της θα βγάλει.
Εκεί που τρώει το σκυλί, εκεί και θα γαβγίσει.
Ψόφησε το βόδι μας, πάει η κολιγιά μας.
Η παλιά αλεπού στην παγίδα δεν πιάνεται.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Eίπ’ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Άλλα σχεδιάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαιδουριάρης.
Η καμήλα μετά σαράντα χρόνια βρήκε το δίκιο της.
Η αλεπού στην ανεμοζάλη χαίρεται.
Ανάθρεψε τον ποντικό να φάει και το σακκί σου.
Έγινε το μάτι μου γαρίδα.
Η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει.
Ο ποντικός σε τρύπα δεν χωρεί και κολοκύθα σέρνει.
Εκ κόρακος κρα.
Ο λύκος με μηνύματα ποτέ αρνί δεν τρώγει.
(δηλαδή, αυτός που πρόκειται να κάνει κακό δεν προειδοποιεί)
Ξέρει η πάπια, που είναι η λίμνη.
Δώδεκα η αλπού, δεκατρία τ’ αλπόπλο.
Δέσε το αρνί, όπου θέλει ο νοικοκύρης και μη σε νοιάζει αν το φάει ο λύκος.
Σκύλο που γαβγίζει μη φοβάσαι.
Η σκύλα απ’ τη βιάση της, γεννά στραβά κουτάβια.
Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
Δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του.
Ο γλάρος αψηλά πετά και χαμηλά λογιάζει.
Έδεσε το γάιδαρό του.
Εύκολο τ’ ανέβα του λαγού, σκουντουφλατό κατέβα.
Αν το κοράκι έχεις οδηγό, μόνο σε ψοφίμι θα σε πάει.
Η πονηρή αλεπού πιάνεται με τα τέσσερα.
Να πουλήσουμε το γάιδαρο, να φτιάξουμε σαμάρι.
Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.
Κάποιου χαρίζαν γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
Έκανες το λύκο φίλο, βάστα και κομμάτι ξύλο.
Βαρεί το σαμάρι ν’ ακούσει ο γάιδαρος.
Κάνει τον ψόφιο κοριό.
Μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι
αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας δεν είν’ καλοκαιράκι.
Η καμήλα την καμπούρα του παιδιού της καμαρώνει.
Τρέμει σαν το σκύλο κάτω απ’ το ρέχτι.
Τι είν’ ο κάβουρας τι είν’ το ζουμί του.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
Το λύκο του κουρεύανε, πούθε παν’ τα πρόβατα.