
Την ίδια μέρα, επίσης, ετοιμάζεται ο επιτάφιος, ενώ το μεσημέρι ο Χριστός αποκαθηλώνεται και τοποθετείται στον Επιτάφιο όπου φέτος η περιφορά του θα γίνει κεκλεισμένων θυρών, χωρίς πιστούς και μόνο εντός των ναών, όπως αποφάσισε πρόσφατα η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο Νυμφίος της Εκκλησίας πορεύεται προς το εκούσιο πάθος, προς τον υπέρτατο σκοπό της θείας αγάπης του. «Σήμερον», όπως και τότε, «κρεμάται» θυσιαστικά «η ζωή ημών απέναντι των οφθαλμών ημών» .
Από το τις 12 το μεσημέρι ως τις 3 το απόγευμα επικρατεί μεγάλο σκοτάδι σε όλη τη γη και μέγας σεισμός συγκλονίζει τη γη, ώστε σχίζεται το παραπέτασμα του ναού, που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων, και ανοίγουν τα μνήματα και πολλά σώματα πεθαμένων αγίων ανασταίνονται και μετά την Ανάσταση του Χριστού εισέρχονται στα Ιεροσόλυμα και φανερώνονται σε πολλούς.

Επειδή το Σάββατο που θα ξημέρωνε μετά το εσπέρας συνέπιπτε με την 1η μέρα του εβραϊκού Πάσχα και απαγορευόταν από το Μωσαϊκό Νόμο να μείνουν άταφα τα σώματα, οι Ιουδαίοι ζητούν από τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα πόδια των καταδίκων, ώστε να πεθάνουν γρηγορότερα και να τους σηκώσουν από τους σταυρούς. Ο Χριστός, όμως, είχε παραδώσει το πνεύμα του και απλώς ένας στρατιώτης με λόγχη χτύπησε την πλευρά του και αμέσως βγήκε αίμα και νερό.
Ύστερα από αυτά ο Ιωσήφ, που καταγόταν απ’ την Αριμαθαία και ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού, με άδεια του Πιλάτου, και μαζί με τον Νικόδημο, παίρνουν το σώμα του Ιησού και, αφού το αλείφουν με αρώματα και το τυλίγουν με επιδέσμους, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, το ενταφιάζουν σε καινούριο τάφο σε κήπο, κοντά στο μέρος όπου σταυρώθηκε. Οι Φαρισαίοι ζητούν από τον Πιλάτο φρουρά και ασφαλίζουν τον τάφο.





Μεγάλη Παρασκευή: Η ζωή εν τάφω – Τα Πάθη του Χριστού και η Σταύρωση

