Με την ονομασία εγκώμια επιταφίου φέρονται στη βυζαντινή υμνολογία – υμνογραφία ειδικά τροπάρια που ψάλλονται κατά τον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου. Κατά την τελετουργία ψάλλονται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, εντός των ναών, λίγο πριν την εκφορά του επιταφίου, όπου μερικά εξ αυτών και επαναλαμβάνονται κατά την εκφορά.
Πρόκειται για 185 σύντομα τροπάρια που παρεμβάλλονται μετά τον 118ο ψαλμό, (ψαλμό του Αμώμου) ακολουθώντας σε τρεις στάσεις.
Η πρώτη στάση σε ήχο πλάγιο α΄ αρχίζει με το εγκώμιο “Η ζωή εν τάφω, κατετέθης, Χριστέ…”.
Η δεύτερη στάση σε ήχο πλάγιο α΄ αρχίζει με το εγκώμιο “Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην…” και
Η τρίτη στάση σε ήχο γ΄ αρχίζει με το εγκώμιο “Αι γενεαί αι πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι Χριστέ μου”.
Και οι τρεις παραπάνω στάσεις καταλήγουν με το ίδιο τροπάριο – εγκώμιο που ξεκινούν ενώ ο λειτουργών ιερέας ή αρχιερέας θυμιατίζει τον επιτάφιο και από τις τέσσερις πλευρές του. Συνέχεια των εγκωμίων ακολουθούν ευλογητάρια και στιχηρά ιδιόμελα.
Σε όλη την έκταση των ποιητικών κειμένων δεσπόζουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στοιχεία: ο δραματικός λόγος και το θριαμβευτικό στοιχείο, η θνητότητα και η αθανασία, η λύπη και η χαρά, ο πόνος του Σταυρού, αλλά και ο θρίαμβος της Αναστάσεως.
Στα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής παρελαύνουν: η άψυχη και έμψυχη φύση, οι άγγελοι, οι άνθρωποι, οι προφήτες, τα πτηνά, τα ευγενή ζώα, τα αστέρια και άλλα δημιουργήματα του Θεού. Όλα συμπονούν και συμπάσχουν στο φρικτό θέαμα του ενταφιασμού της Ζωής, που είναι ο Κύριος της Δόξης.
Ο Θεάνθρωπος αναφέρεται εδώ ως ο πλέον όμορφος από όλους τους θνητούς. Βασιλιάς του παντός. Φως, που φωτίζει τον εξωτερικό και εσωτερικό μας κόσμο. Φιλάνθρωπος. Κριτής. Ζωοδότης. Εκείνος που κρατάει στην παλάμη του τη Γη. Αυτός που είναι η προσωποποίηση της ίδιας της ζωής. Η πλήρης έκφραση της ευγένειας και της ανθρωπιάς.
Στάση πρώτη – Η ζωή εν τάφω
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Μέτρα γής ο στήσας,
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.
Ιησού Χριστέ μου,
Βασιλεύ του παντός,
τι ζητών τοις εν τω άδη ελήλυθας;
ή το γένος απολύσαι των βροτών.
Ο Δεσπότης πάντων
καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι καινώ κατατίθεται,
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.
Μετά των κακούργων
ως κακούργος, Χριστέ,
ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας,
κακουργίας του αρχαίου Πτερνιστού.
Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Άδης πως υποίσει
παρουσίαν την σήν,
και μη θάττον συντριβείη σκοτούμενος,
αστραπής φωτός σου αίγλη τυφλωθείς;
Ιησού, γλυκύ μοι
και σωτήριον φως,
τάφω πως εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;
ω αφάτου και αρρήτου ανοχής!
Απορεί και φύσις,
νοερά και πληθύς,
η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον
της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.
Ώ θαυμάτων ξένων!
ώ πραγμάτων καινών!
ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.
Και εν τάφω έδυς,
και των κόλπων, Χριστέ,
των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.
Αληθής και πόλου
και της γης Βασιλεύς,
ει και τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι,
επεγνώσθης πάση κτίσει, Ιησού.
Σου τεθέντος τάφω,
πλαστουργέτα Χριστέ,
τα του Άδου εσαλεύθη θεμέλια,
και μνημεία ηνεώχθη των βροτών.
Ο την γην κατέχων,
τη δρακί νεκρωθείς,
σαρκικώς υπό της γης νυν συνέχεται,
τους νεκρούς λυτρών της Άδου συνοχής.
Εκ φθοράς ανέβη
η ζωή μου ευθύς,
Σου θανέντος και τω Άδη φοιτήσαντος,
Ιησού μου, του θανάτου συντριβή.
Ως φωτός λυχνία
νυν η σάρξ του Θεού,
υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται,
και διώκει τον εν Άδη σκοτασμόν.
Νοερών συντρέχει
στρατιών η πληθύς,
Ιωσήφ και Νικοδήμω συστείλαί σε,
τον αχώρητον, εν μνήματι σμικρώ.
Νεκρωθείς βουλήσει
και τεθείς υπό γήν,
ζωοβρύτα Ιησού μου, εζώωσας
νεκρωθέντα παραβάσει με πικρά.
Ηλλοιούτο πάσα,
Ιησού, εν τω σώ
εκουσίω πάθει κτίσις, ως Λόγον Σε,
εγνωκυία εαυτής συνεκτικόν.
Της ζωής την πέτραν
ως βροτόν, Ιησου,
ο παμφάγος Σε φαγών Άδης ήμεσεν,
εξ αιώνος ους κατέπιε νεκρούς.
Εν καινώ μνημείω
κατετέθης, Χριστέ,
και την φύσιν των βροτών ανεκαίνισας,
αναστάς θεοπρεπώς εκ των νεκρών.
Επί γης κατήλθες
ίνα σώσης Αδάμ
και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,
μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών.
Συγκλονείται φόβω
πάσα, Λόγε, η γη
και Φωσφόρος τας ακτίνας απέκρυψε,
του μεγίστου γη κρυβέντος σου φωτός.
Ως βροτός μεν θνήσεις,
εκουσίως, Σωτήρ,
ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας,
εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών.
Δακρυρρόους θρήνους
επί σε η Αγνή
μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα,
ανεβόα πως κηδεύσω σε, Υιέ;
Ώσπερ σίτου κόκκος,
υποδύς κόλπους γης,
τον πολύχουν απεδέδωκας άσταχυν,
αναστήσας τους βροτούς τους εξ Αδάμ.
Υπό γην εκρύβης
ώσπερ Ήλιος νυν,
και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι
αλλ’ ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.
Ως ηλίου δίσκον
η σελήνη, Σωτήρ,
αποκρύπτει, και Σε τάφος νυν έκρυψεν,
εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς.
Η ζωή θανάτου
γευσαμένη, Χριστός,
εκ θανάτου τους βροτούς ηλευθέρωσε,
και δωρείται πάση κτίσει την ζωήν.
Νεκρωθέντα πάλαι
τον Αδάμ φθονερώς
επανάγεις προς ζωήν τη νεκρώσει Σου,
νέος, Σώτερ, εν σαρκί φανείς Αδάμ.
Νοεραί σε τάξεις,
ηπλωμένον νεκρόν
καθορώσαι δι’ ημάς εξεπλήττοντο,
καλυπτόμεναι ταις πτέρυξι, Σωτήρ.
Καθελών σε, Λόγε,
απο ξύλου νεκρόν,
εν μνημείω Ιωσήφ νυν κατέθετο.
Αλλ’ ανάστα σώζων πάντας ως Θεός.
Των αγγέλων, Σώτερ,
χαρμονή πεφυκώς
νυν και λύπης τούτοις γέγονας αίτιος,
καθορώμενος σαρκί άπνους νεκρός.
Υψωθείς εν ξύλω
και τους ζώντας βροτούς
συνοψοίς υπό την γήν δε γενόμενος,
τους κειμένους υπ’ αυτήν εξανιστάς.
Ώσπερ λέων, Σώτερ,
αφυπνώσας σαρκί,
ως τις σκύμνος ο νεκρός εξανίστασαι,
αποθέμενος το γήρας της σαρκός.
Την πλευράς ενύγης
ο πλευράν ειληφώς
του Αδάμ, εξ ής την Εύαν διέπλασας,
και εξέβλυσας κρουνούς καθαρτικούς.
Εν κρυπτώ μεν πάλαι
έθυον τον Αμνόν
σύ δ’ υπαίθριος τυθείς, Ανεξίκακε,
πάσαν κτίσιν απεκάθηρας, Σωτήρ.
Τις εξείποι τρόπον,
φρικτόν! όντως καινόν;
ο δεσπόζων γαρ της κτίσεως σήμερον,
πάθος δέχεται και θνήσκει δι’ ημάς.
Ο ζωής ταμίας
πως οράται νεκρός;
εκπληττόμενοι οι άγγελοι έκραζον
πως δ’ εν μνήματι συγκλείεται Θεός;
Λογχονύκτου, Σώτερ,
εκ πλευράς σου ζωήν
τη ζωή, την εκ ζωής εξωσάση με
επιστάζεις και ζωοίς με σύν αυτή.
Απλωθείς εν ξύλω
συνηγάγου βροτούς
την πλευράν σου δε νυγείς την ζωήρρυτον,
πάσιν άφεσιν πηγάζεις, Ιησού.
Ο ευσχήμων, Σώτερ,
σχηματίζει φρικτώς,
και κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως Σε,
και θαμβείταί σου το σχήμα το φρικτόν.
Υπό γην βουλήσει,
κατελθών ως θνητός,
επανάγεις απο γης προς ουράνια
τους εκείθεν πεπτωκότας, Ιησού.
Καν νεκρός ωράθης,
αλλά ζων ως Θεός,
νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας,
τον εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.
Ω χαράς εκείνης!
ω πολλής ηδονής!
Ιησού, ης τους εν Άδη πεπλήρωκας,
εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.
Προσκυνώ το πάθος,
ανυμνώ την ταφήν
μεγαλύνω σου το κράτος, φιλάνθρωπε,
δι’ ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.
Κατά σου ρομφαία
εστιλβούτο, Χριστέ,
και ρομφαία ισχυρού μεν αμβλύνεται,
η ρομφαία δε τροπούται της Εδέμ.
Η αμνάς τον άρνα,
καθορώσα νεκρόν,
ταις αικίσι βαλλομένη ωλόλυζε
συγκινούσα και το ποίμνιον βοάν.
Καν ενθάπτη τάφω
καν εις Άδου μολή,
αλλά, Σώτερ, και τους τάφους εκένωσας
και τον Άδην απεγύμνωσας, Χριστέ.
Εκουσίως, Σώτερ,
κατελθών υπό γήν,
νεκρωθέντας τους βρούς ανεζώωσας
και ανήγαγες εν δόξη πατρική
Της Τριάδος πάθος
υπομένει, ο Είς,
επονείδιστον, αμνός ιλαστήριος
φρίξον ήλιος, και τρόμαξον η γη.
Ως πικράς εκ κρήνης,
της Ιούδα φυλής,
οι απόγονοι εν λάκκω κατέθεντο,
τον τροφέα μανναδότην Ιησούν.
Ο Κριτής εις δίκην
προ αδίκου κριτού,
και παρίστατο και θάνατον άδικον
κατεκρίθη διά ξύλου σταυρικού.
Μιαιφόνον έθνος,
αλαζών Ισραήλ,
τι παθών τον Βαραββάν ηλευθέρωσας;
τον Σωτήρα δε παρέδωκας σταυρώ;
Ο χειρί σου πλάσας
τον Αδάμ εκ της γής,
δι’ αυτόν τη φύσει γέγονας άνθρωπος,
και εσταύρωσαι βουλήματι τω σω
Υπακούσας, Λόγε,
τω ιδίω Πατρί,
μέχρις Άδου του δεινού καταβέβηκας
και ανέστησας το γένος των βροτών.
Οίμοι, φώς του κόσμου!
οίμοι φως, το εμόν!
Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν,
η Παρθένος, θρηνωδούσα γοερώς.
Φθονερέ, ελάστορ,
φόνου πλήρης λαέ,
καν σινδόνας και αυτό το σουδάριον
ουκ αισχύνη, αναστάντος του Χριστού!
Δολοφόνε, δεύρο,
μιαρέ μαθητά,
και τον τρόπον της κακίας σου δείξον μοι,
δι’ όν γέγονας προδότης του Χριστού.
Ως φιλάνθρωπός τις
υποκρίνη, μωρέ
και τυφλέ, πανωλεθρότατε άσπονδε,
ο το μύρον πεπρακώς διά τιμής.
Ουρανίου μύρου
ποίαν έσχες τιμήν;
του τιμίου τι εδέξω αντάξιον
λύσσαν εύρες, καταρώτατε Σατάν.
Ει λυπή το μύρον
και φιλόπτωχος εί,
εις εξίλασμα ψυχής νυν χεόμενον,
πως χρυσώ απεμπολείς τον φωταυγή;
Ώ Θεέ και Λόγε,
ω χαρά η εμή
πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον;
νυν σπαράττομαι τα σπλάγχνα μητρικώς.
Τίς μοι δώσει ύδωρ
και δακρύων πηγάς,
η Θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,
ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;
Ώ βουνοί και νάπται
και ανθρώπων πληθύς,
οίμοι! κλαύσατε και πάντα θρηνήσατε
συν εμοί τη του Θεού ημών Μητρί.
Πότε ίδω, Σώτερ,
σε το άχρονον φως,
την χαράν και ηδονήν της καρδίας μου;
η Παρθένος ανεβόα γοερώς,
Καν ως πέτρα, Σώτερ,
η ακρότομος σύ,
κατεδέξω την τομήν, αλλ’ επήγασας,
ζων το ρείθρον, ως πηγή ων της ζωής.
Ως μιας εκ κρήνης,
τον διπλούν ποταμόν,
της πλευράς σου, προχεούσης αρδόμενοι,
την αθάνατον καρπούμεθα Ζωήν.
Θέλων ώφθης, Λόγε,
εν τω τάφω νεκρός,
αλλά ζής και τους βροτούς,ως προείρηται
τη εγέρσει σου, Σωτήρ μου, ανιστάς.
Ανυμνούμεν, Λόγε,
σε των πάντων Θεόν,
τω Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι,
και δοξάζομεν την θείαν σου ταφήν.
Μακαρίζομέν σε,
Θεοτόκε Αγνή,
και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον
του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.
Η ζωή εν τάφω,
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Άξιον εστί
μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην,
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
Άξιον εστί
μεγαλύνειν σε τον πάντων κτίστην•
τοις σοις γαρ παθήμασιν, έχομεν
την απάθειαν, ρυσθέντες της φθοράς.
Έφριξεν η γη,
και ο ήλιος, Σώτερ, εκρύβη,
σου του ανεσπέρου φέγγους, Χριστέ,
δύναντος εν τάφω σωματικώς.
Ύπνωσας, Χριστέ,
τον φυσίζωον ύπνον εν τάφω
και βαρέος ύπνου εξήγειρας
του της αμαρτίας το των ανθρώπων γένος.
Μόνη γυναικών
χωρίς πόνον έτεκόν σε, τέκνον,
πόνους δε νυν φέρω πάθει τω σω
αφορήτους, έλεγεν η σεμνή.
Άνω σε, Σωτήρ,
αχωρίστως τω Πατρί συνόντα,
κάτω δε νεκρόν ηπλωμένον γη
φρίττουσιν ορώντα τα Σεραφείμ.
Ρήγνυται ναού
καταπέτασμα τη ση σταυρώσει,
κρύπτουσι φωστήρες, Λόγε, το φως
σου κρυβέντος, Ήλιε, υπό γην.
Γης ο κατ’ αρχάς
μόνω νεύματι πήξας τον γύρον,
άπνους ως βροτός καθυπέδυ γην•
φρίξον τω θεάματι, ουρανέ.
Έδυς υπό γην
ο τον άνθρωπον χειρί σου πλάσας
ιν’ εξαναστήσης του πτώματος
των βροτών τα στίφη πανσθενεστάτω κράτει.
Θρήνον ιερόν
δεύτε άσωμεν Χριστώ θανόντι,
ως αι μυροφόροι γυναίκες πριν
ίνα και το χαίρε ακουσώμεθα συν αυταίς.
Μύρον αληθώς
συ ακένωτον υπάρχεις, Λόγε•
όθεν σοι και μύρα προσέφερον
ως νεκρώ τω ζώντι γυναίκες μυροφόροι.
Άδου μεν ταφείς
τα βασίλεια, Χριστέ, συντρίβεις,
θάνατον θανάτω δε θανατοίς
και φθοράς λυτρούσαι τους γηγενείς.
Ρείθρα της ζωής
η προχέουσα Θεού σοφία
τάφον υπεισδύσα ζωοποιεί
τους εν τοις αδύτοις Άδου μυχοίς.
Ίνα των βροτών
καινουργήσω συντριβείσαν φύσιν,
πέπληγμαι θανάτω θελών σαρκί,
Μήτερ ουν μη κόπτου τοις οδυρμοίς.
Έδυς υπό γην
ο φωσφόρος της δικαιοσύνης
και νεκρούς ώσπερ εξ ύπνου εξήγειρας,
εκδιώξας άπαν το εν τω άδη σκότος.
Κόκκος διφυής
ο φυσίζωος εν γης λαγόσι
σπείρεται, συν δάκρυσι σήμερον,
αλλ’ αναβλαστήσας κόσμον χαροποιήσει.
Έπτηξεν Αδάμ
Θεού βαίνοντος εν Παραδείσω,
χαίρει δε προς άδην φοιτήσαντος,
πεπτωκός το πρώην και νυν εγηγερμένος.
Σπένδει σοι χοάς
η τεκούσα σε, Χριστέ, δακρύων,
σαρκικώς κατατεθέντι εν μνήματι,
εκβοώσα• Τέκνον ανάστα, ως προέφης.
Τάφω Ιωσήφ
ευλαβώς σε τω καινώ συγκρύπτων,
ύμνους εξοδίους θεοπρεπείς
τοις συμμίκτοις θρήνοις μέλπει σοι, Σωτήρ.
Ήλοις σε σταυρώ
πεπαρμένον η ση μήτηρ, Λόγε
βλέψασα, τοις ήλοις λύπης πικράς
βέβληται και βέλεσι την ψυχήν.
Σε τον του παντός
γλυκασμόν η μήτηρ καθορώσα
πόμα ποτιζόμενον το πικρόν,
δάκρυσι τας όψεις βρέχει πικρώς.
Τέτρωμαι δεινώς
και σπαράττομαι τα σπλάχνα, Λόγε,
βλέπουσα την άδικον σου σφαγήν•
έλεγεν η πάναγνος εν κλαυθμώ.
Όμμα το γλυκύ
και τα χείλη σου πως μύσω, Λόγε;
πως νεκροπρεπώς δε κηδεύσω Σε;
φρίττων ανεβόα ο Ιωσήφ.
Ύμνους Ιωσήφ
και Νικόδημος επιταφίους
άδουσι Χριστώ νεκρωθέντι νυν•
άδει δε συν τούτους και Σεραφείμ.
Δύνεις υπό γην,
Σώτερ, ήλιε δικαιοσύνης•
όθεν η τεκούσα σελήνη σε ταις
λύπαις εκλείπει, της θέας στερουμένη.
Έφριξεν ορών,
Σώτερ, Άδης σε τον ζωοδότην
πλούτον τον εκείνου σκυλεύοντα
και τους απ’ αιώνος νεκρούς εξανιστώντα.
Ήλιος φαιδρόν
απαστράπτει μετά νύκτα, Λόγε,
και συ δ’ αναστάς εξαστράψειας
μετά θάνατον φαιδρώς ως εκ παστού.
Γη σε, πλαστουργέ,
υπό κόλπους δεξαμενή,
τρόμω συσχεθείσα, Σώτερ, τινάσσεται,
αφυπνώσασα νεκρούς τω τιναγμώ.
Μύροις σε, Χριστέ,
ο Νικόδημος και ο ευσχήμων
νυν καινοπρεπώς περιστείλαντες,
Φρίξον, ανεβόων, πάσα η γη!
Έδυς, φωτουργέ,
και συνέδυ σοι το φως ηλίου•
τρόμω δε η κτίσις συνέχεται,
πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.
Λίθος λαξευτός
τον ακρόγωνον καλύπτει λίθον•
άνθρωπος θνητός δ’ ως θνητόν Θεόν
κρύπτει νυν τω τάφω• φρίξον η γη!
Ίδε μαθητήν,
ον ηγάπησας και σην μητέρα,
τέκνον, και φθογγήν δος, γλυκύτατον,
έκραζε δακρύουσα η Αγνή.
Συ ως ων ζωής
χορηγός, Λόγε, τους Ιουδαίους
εν σταυρώ ταθείς ουκ ενέκρωσας,
αλλ’ ανέστησας και τούτων τους νεκρούς.
Κάλλος, Λόγε, πριν,
ουδέ είδος εν τω πάσχειν έσχες,
αλλ’ εξαναστάς υπερέλαμψας,
καλλωπίσας τους βροτούς θείαις αυγαίς.
Έδυς τη σαρκί
ο ανέσπερος εις γην φωσφόρος•
και μη φέρων βλέπειν ο ήλιος
εσκοτίσθη μεσημβρίας εν ακμή.
Ήλιος ομού
και σελήνη σκοτισθέντες, Σώτερ,
δούλους ευνοούντας εικόνιζον,
οι μελαίνας αμφιέννυνται στολάς.
Οίδε σε Θεόν
Εκατόνταρχος, καν ενεκρώθεις•
πως σε ουν, Θεέ μου, ψαύσω χερσί;
φρίττω, ανεβόα ο Ιωσήφ.
Ύπνωσεν Αδάμ,
αλλά θάνατον πλευράς εξάγει•
συ δε νυν υπνώσας, Λόγε Θεού,
βρύεις εκ πλευράς σου κόσμω ζωήν.
Ύπνωσας μικρόν
και εζώωσας τους τεθνεώτας
και εξαναστάς εξανέστησας
τους υπνούντας εξ αιώνων Αγαθέ.
Ήρθης από γης,
αλλ’ ανέβλυσας της σωτηρίας
σου τον οίνον, ζωήρυττε άμπελε.
Δοξάζω σου το πάθος και τον σταυρόν.
Πως οι νοεροί
ταγματάρχαι σε, Σωτήρ, ορώντες
γυμνόν, ημαγμένον, κατάκριτον,
έφερον την τόλμην των σταυρωτών;
Αραβιανόν,
σκολιώτατον γένος Εβραίων,
έγνως την ανέγερσιν του ναού•
δια τι κατέκρινας τον Χριστόν!
Χλαίναν εμπαιγμού
τον κοσμήτορα πάντων ενδύεις,
ος τον ουρανόν κατηστέρωσε
και την γην εκόσμησε θαυμαστώς.
Ώσπερ πελεκάν,
τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε,
σους θανόντας παίδας εζώωσας,
επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς.
Ήλιον το πριν
Ιησούς τους αλλοφύλους κόπτων
έστησεν• αυτόν δε απέκρυψας,
καταβάλλων τον του σκότους αρχηγόν.
Κόλπων πατρικών
ανεκφοίτητος μείνας, οικτίρμον,
και βροτός γενέσθαι ευδόκησας
και εις άδην καταβέβηκας, Χριστέ.
Ήρθη σταυρωθείς
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας
και ως άπνους εν αυτή νυν προσκλίνεται,
ο μη φέρουσα εσείετο δεινώς.
Οίμοι, ω Υιέ!
η απείρανδρος θρηνεί και λέγει•
ον ως βασιλέα γαρ ήλπιζον,
κατάκριτον νυν βλέπω εν σταυρώ.
Ταύτα Γαβριήλ
μοι απήγγειλεν, ότε κατέπτη,
ος την βασιλείαν αιώνιον
έφη του Υιού μου του Ιησού.
Φευ! του Συμεών
εκτετέλεσται η προφητεία•
η γαρ ση ρομφαία διέδραμε
την εμήν καρδίαν Εμμανουήλ.
Καν τους εκ νεκρών
επαισχύνθητε, ω Ιουδαίοι,
ους ο ζωοδότης ανέστησεν,
ον υμείς εκτείνατε φθονερώς.
Έφριξεν ιδών
το αόρατον φως, σε Χριστέ μου,
μνήματι κρυπτόμενον άπνουν τε,
και εσκότασεν ο ήλιος το φως
Έκλαιε πικρώς
η πανάμωμος μήτηρ σου, Λόγε,
ότε εν τω τάφω εώρακε
σε τον άφραστον και άναρχον Θεόν.
Νέκρωσιν την σην
η πανάφθορος, Χριστέ, σου μήτηρ
βλέπουσα, πικρώς σοι εφθέγγετο•
Μη βραδύνης, η ζωή, εν τοις νεκροίς.
Άδης ο δεινός
συνετρόμαξεν, ότε σε είδεν,
ήλιε της δόξης αθάνατε,
και εδίδου τους δεσμίους εν σπουδή.
Μέγα και φρικτόν,
Σώτερ, θέαμα νυν καθοράται!
ο ζωής γαρ πέλων παραίτιος
θάνατον υπέστη, ζωώσαι θέλων πάντας.
Νύττη την πλευράν
και ηλούσαι, δέσποτα, τας χείρας,
πληγήν εκ πλευράς σου ιώμενος
και την ακρασίαν χειρών των προπατόρων.
Πριν τον της Ραχήλ
υιόν έκλαυσεν άπας κατ’ οίκον•
νυν τον της Παρθένου εκόψατο
μαθητών χορεία συν τη Μητρί.
Ράπισμα χειρών
Χριστού δέδωκαν εν σιαγόνι,
του χειρί τον άνθρωπον πλάσαντος
και τας μύλας θλάσαντος του θηρός.
Ύμνοις σου, Χριστέ,
νυν την σταύρωσιν και την ταφήν τε
άπαντες πιστοί εκθειάζομεν,
οι θανάτου λυτρωθέντες ση ταφή.
Δόξα Πατρί
Άναρχε Θεέ,
συναΐδιε Λόγε και Πνεύμα,
σκήπτρα των ανάκτων κραταίωσον
κατά πολεμίων, ως αγαθός.
Και νυν
Τέξασα ζωήν,
παναμώμητε αγνή Παρθένε,
παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα
και βράβευσον ειρήνην, ως αγαθή.
Άξιον εστί
μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
Αι γενεαί πάσαι,
ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου
ο Αριμαθαίας
εν τάφω σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον
μύρα σοι, Χριστέ μου,
κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις
ύμνους εξοδίους
προσοίσωμεν τω Κτίστη.
Ως νεκρός τον ζώντα
συν μυροφόροις πάντες
μυρίσωμεν εμφρόνως.
Ιωσήφ τρισμάκαρ,
κήδευσον το σώμα
του Χριστού του ζωοδότου.
Ους έθρεψε το μάννα,
εκίνησαν την πτέρναν
κατά του ευεργέτου.
Ους έθρεψε τω μάννα,
φέρουσι τω Σωτήρι
χολήν άμα και όξος.
Ω της παραφροσύνης
και της χριστοκτονίας
της των προφητοκτόνων!
Ως άφρων υπηρέτης
προδέδωκεν ο μύστης
την άβυσσον σοφίας.
Τον ρύστην ο πωλήσας
αιχμάλωτος κατέστη,
ο δόλιος Ιούδας.
Κατά τον Σολομώντα,
βόθρος βαθύς το στόμα
Εβραίων παρανόμων.
Εβραίων παρανόμων
εν σκολιαίς πορείαις
τρίβολοι και παγίδες.
Ιωσήφ κηδεύει
συν τω Νικοδήμω
νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ζωοδότα Σώτερ,
δόξα σου τω κράτει,
τον Άδην καθελόντι.
Ύπτιον ορώσα
η πάναγνός σε, Λόγε,
μητροπρεπώς εθρήνει.
Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Θρήνον συνεκίνει
η πάναγνός σου μήτηρ,
σου Λόγε νεκρωθέντος.
Γύναια συν μύροις
ήκουσι μυρίσαι
Χριστόν το θείον μύρον.
Θάνατον θανάτω
συ θανατοίς, Θεέ μου,
θεία σου δυναστεία.
Πεπλάνηται ο πλάνος,
ο πλανηθείς λυτρούται
σοφία ση, Θεέ μου.
Προς τον πυθμένα Άδου
κατήχθη ο προδότης,
διαφθοράς εις φρέαρ.
Τρίβολοι και παγίδες
οδοί του τρισαθλίου
παράφρονος Ιούδα.
Συναπολούνται πάντες
οι σταυρωταί σου, Λόγε,
Υιέ Θεού παντάναξ.
Διαφθοράς εις φρέαρ
συναπολούνται πάντες
οι άνδρες των αιμάτων.
Υιέ Θεού παντάναξ,
Θεέ μου, πλαστουργέ μου,
πως πάθος κατεδέξω;
Η δάμαλις τον μόσχον
εν ξύλω κρεμασθέντα
ηλάλαζεν ορώσα.
Σώμα το ζωηφόρον
ο Ιωσήφ κηδεύει
μετά του Νικοδήμου.
Ανέκραζεν η κόρη
θερμώς δακρυρροούσα,
τα σπλάχνα κεντουμένη.
Ω φως των οφθαλμών μου,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πως τάφω νυν καλύπτη;
Τον Αδάμ και Εύαν
ελευθερώσαι Μήτερ,
μη θρήνει, ταύτα πάσχω.
Δοξάζω σου, Υιέ μου,
την άκραν ευσπλαγχνίαν,
ής χάριν ταύτα πάσχεις.
Όξος εποτίσθης
και χολήν, οικτίρμον,
την πάλαι λύων γεύσιν.
Ικρίω προσεπάγης
ο πάλαι τον λαόν σου
στύλω νεφέλης σκέπων.
Αι μυροφόροι, Σώτερ,
τω τάφω προσελθούσαι
προσέφερόν σοι μύρα.
Ανάστηθι, οικτίρμον,
ημάς εκ των βαράθρων
εξανιστών του Άδου.
Ανάστα, ζωοδότα,
η σε τεκούσα μήτηρ
δακρυρροούσα λέγει.
Σπεύσον εξαναστήναι
την λύπην λύων, Λόγε,
της σε αγνώς τεκούσης.
Ουράνιαι δυνάμεις
εξέστησαν τω φόβω
νεκρόν σε καθορώσαι.
Τοις πόθω τε και φόβω
τα πάθη σου τιμώσι
δίδου πταισμάτων λύσιν.
Ω φρικτόν και ξένον
θέαμα, Θεού Λόγε!
πως γη σε συγκαλύπτει;
Φέρων πάλαι φεύγει.
Σώτερ, Ιωσήφ σε,
και νυν σε άλλος θάπτει.
Κλαίει και θρηνεί σε
η πάναγνός σου μήτηρ,
Σωτήρ μου, νεκρωθέντα.
Φρίττουσιν οι νόες
την ξένην και φρικτήν σου
ταφήν του πάντων κτίστου.
Έρραναν τον τάφο
οι μυροφόροι μύρα
λίαν πρωί ελθούσαι.
Ειρήνην Εκκλησία,
λαώ σου σωτηρίαν
δώρησαι ση εγέρσει.
Δόξα Πατρί
Ω Τριάς, Θεέ μου
Πατήρ, Υιός και Πνεύμα,
ελέησον τον κόσμον.
Και νυν
Ιδείν την του Υιού σου
ανάστασιν Παρθένε,
αξίωσον σους δούλους.
Αι γενεαί πάσαι
ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι, Χριστέ μου.