Υπάρχει άξιος και ανάξιος για την Θεία Κοινωνία;
Η πλειονότητα των σύγχρονων Χριστιανών απέχει πολύ καιρό από την Θεία Κοινωνία και κοινωνεί μόνο μιά-δυό φορές τον χρόνο, για να μην αναφερθούμε σ΄ εκείνους πού, μετά την ενηλικίωσή τους, κοινωνούν μόνο μία-δύο φορές στην ζωή τους.
Πολλές είναι οι αιτίες, οι δικαιολογίες, οι αφορμές, οι προφάσεις για την αποχή, για μεγάλο χρονικό διάστημα, από την Θ. Κοινωνία. Λόγοι σεβαστοί (αν πρόκειται για κανόνα τού Πνευματικού), λόγοι όμως και ανυπόστατοι, υπερβολικοί και πλανεμένοι, αποστερούν από τον πιστό την μεγάλη ευλογία τής Θείας Μετάληψης. Η άγνοια, η αμέλεια, η διαφορετική θεώρηση τού Μυστηρίου, η αντίδραση, η ντροπή, ο αυστηρός αυτοέλεγχος, καί πάρα πολλά άλλα, κρατούν τούς Χριστιανούς μακριά από το Σώμα και το Αίμα τού Κυρίου μας.
Μία συνήθης δικαιολογία πού προβάλλουν οι άνθρωποι για να μην κοινωνούν συχνά, είναι η αίσθηση τής αναξιότητος πού νιώθουν για την συμμετοχή τους σε ένα τόσο μεγάλο Μυστήριο. Πάρα πολλές φορές βρισκόμαστε μπροστά σ αυτή την δικαιολογία, όταν ρωτάμε κάποιον γιατί κοινωνεί αραιά. Καί απαντάει λέγοντας: «Τι την περάσαμε την Θ. Κοινωνία…».
Το αίσθημα της αμαρτωλότητός του, της αναξιότητός του, της μικρότητός του, σε συνδυασμό με την άγνοια περί τού Μυστηρίου, τον κάνει να στέκεται μακριά απ αυτό το θεϊκό δώρο και τον αποξενώνει έτσι από την Χάρη τού Θεού.
Η πρόφαση της αναξιότητος μπορεί να είναι έως ένα σημείο δικαιολογημένη, με την έννοια ότι όντως η Θ. Κοινωνία είναι κάτι το πολύ υψηλό, το ανέγγιχτο για μας τούς χοϊκούς, πύρ καταναλίσκον, και κατά συνέπεια είμαστε όλοι ανάξιοι να μεταλάβουμε το Σώμα και το Αίμα τού Κυρίου. Η αναξιότητά μας όμως αυτή είναι σχετική και όχι απόλυτη. Εδώ κάνουν λάθος όσοι δεν προσέρχονται στο Μυστήριο προβάλλοντας την αναξιότητά τους. Όλοι μας, αν το δούμε απόλυτα, είμαστε πλήρως ανάξιοι. Το λέει πολύ χαρακτηριστικά και η ευχή τού Χερουβικού ύμνου: «Οὐδείς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καί ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἤ προσεγγίζειν…». Κανείς δέν εἶναι ἄξιος.
Παρ όλα αυτά, υπάρχει μία σχετική αξιότητα. Μία αξιότητα, με την οποία μας δίνεται η δυνατότητα να κοινωνήσουμε. Αυτή την οποία, από απέραντη αγάπη, μας την παραχώρησε ο ίδιος ο Κύριός μας. Αυτός ο οποίος μας κάλεσε να κοινωνούμε τού Αχράντου Σώματος και τού Τιμίου Αίματός Του. Να μεταλαμβάνουμε τού αληθινού Άρτου, ο οποίος χαρίζει αιώνιο ζωή.
Στην Συναγωγή τής Καπερναούμ Τον ακούμε να λέει: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τίς φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα. Καί ὁ ἄρτος δέ ὅν ἐγώ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἥν ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Ἰω. στ΄ 51). Και με τον λόγο Του αυτό, όχι μόνο μας καλεί, αλλά θέτει την Θ. Κοινωνία και ως προϋπόθεση για να εισέλθουμε στην Βασιλεία Του: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. στ΄ 53).
Από απέραντη αγάπη λοιπόν για το πλάσμα Του, μας παραχωρεί ο Θεός την σχετική αξιότητα, ώστε να μεταλαμβάνουμε τού Σώματος και Αίματός Του για να έχουμε αιώνιο ζωή. Αυτήν όμως την σχετική αξιότητα, υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις για να την λάβουμε. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, παραμένουμε ανάξιοι να μεταλάβουμε.
Μας το λέει πολύ χαρακτηριστικά ο απόστολος Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του: «Δοκιμαζέτω δέ ἄνθρω – πος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Διά τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι καί κοιμῶνται ἱκανοί» (Α΄ Κορ. ια΄ 28-30).
Μας εφιστά την προσοχή και μας λέει ότι πρέπει ο άνθρωπος να εξετάσει καλά τον εαυτό του, αν έχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις να κοινωνήσει. Διότι, όποιος ανάξια κοινωνεί, χωρίς να αναγνωρίζει ότι λαμβάνει το Σώμα και το Αίμα τού Κυρίου, τότε αυτό πού τρώει και πίνει, θα φέρει επάνω του καταδίκη. Και μάλιστα τονίζει ότι για τον λόγο αυτό υπάρχουν και πολλές αρρώστιες και θάνατοι. Υπάρχει άξιος και ανάξιος για την
Είναι πολύ γνωστή η παραβολή τού μεγάλου Δείπνου, η οποία εικονίζει τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας καί κατά τήν οποία πολλοί ήταν οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Μόνο αυτοί στάθηκαν άξιοι νά εισέλθουν καί νά γευθούν τού Δείπνου. Μόνο όσοι είχαν ένδυμα γάμου.
Εμείς άραγε όταν πλησιάζουμε στην Θ. Κοινωνία έχουμε ένδυμα γάμου; Έχουμε αυτή την σχετική αξιότητα; Έχουμε τις προϋποθέσεις πού θέλει ο Θεός, ώστε να κοινωνήσουμε; Νιώθουμε την ανάγκη, μια πού δεν έχουμε ένδυμα κατάλληλο να εισέλθουμε στο Δείπνο, να παρακαλέσουμε τον Θεό να λαμπρύνει την στολή τής ψυχής μας;
περιοδικό «Ἁγία Λυδία»