Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και παραμύθια

 

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και παραμύθια

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και παραμύθια

 

Ο Γκρινιάρης Καλικάντζαρος

Ένας γκρινιάρης καλικάντζαρος Ο Φρέντι περνούσε την ώρα γκρινιάζοντας στο φίλο του το Λιουκ.
Ο Λιουκ ήθελε να γίνει καλικάντζαρος – γιατρός και σκέφτηκε πως, ακούγοντας υπομονετικά το Φρέντι να κλαψουρίζει για το παραμικρό χτυπηματάκι, μπορούσε να εξασκηθεί γιατρεύοντάς τον. Έτσι θα μάθαινε το επάγγελμά του.

 

Μια μέρα, ο Φρέντι ήρθε να τον βρει κλαψουρίζοντας, όμως χωρίς κανένα φανερό τραύμα, ούτε καν κακή όψη. Αντίθετα, ο Λιουκ τον είδε πολύ καλά, χαρούμενο, παρά την γκρίνια του, που, τώρα, έμοιαζε ψεύτικη.

 

Πώς είσαι; ρώτησε ο Λιουκ. Έχεις υπέροχη όψη σήμερα.
– Βρίσκεις;… είπε ο Φρέντι. Ωστόσο, δε νιώθω πολύ καλά.
– Πονάει η κοιλιά σου; ρώτησε ο Λιουκ.
– Όχι και τόσο, είπε ο Φρέντι.
– Ναι ή όχι, πονάει η κοιλιά σου; είπε κοφτά ο Λιουκ.
– Όχι! Δε νομίζω.
– Λοιπόν! Τι τρέχει; ρώτησε ενοχλημένος ο Λιουκ.
– Δεν ξέρω, είπε ο Φρέντι. Δεν είμαι καλά.
– Ο Λιουκ δεν ήξερε τι να πει. Κοίταξε το φίλο του, που χαμήλωσε το βλέμμα και δεν είπε τίποτα.
Νομίζω πως ασχολιόμαστε υπερβολικά μαζί σου, φιλαράκο μου, είπε ο Λιουκ. Άλλωστε κι εσύ ασχολείσαι πολύ με τον εαυτό σου. Προσπάθησε να σκεφτείς λίγο και τους άλλους και θα νιώσεις καλύτερα, σε διαβεβαιώ.
– Μα κανείς δε με χρειάζεται, είπε ο Φρέντι.
– Ο Φρέντι είχε δίκιο. Επειδή βογκούσε όλη μέρα και παραπονιόταν συνεχώς, όλοι τον απέφευγαν και κανείς δε θα σκεφτόταν ποτέ να του ζητήσει κάποια εξυπηρέτηση. Τον ρωτούσαν απλώς αν ήταν καλά και ο Φρέντι δε απαντούσε ποτέ ναι.
– Δεν υπάρχει λύση για σένα, Φρέντι, είπε ο Λιουκ κάπως σκληρά. Είσαι χαμένη περίπτωση. Θα είσαι όλη σου τη ζωή ένας γκρινιάρης καλικάντζαρος. Στα καλικαντζαροχωριά, πάντα υπάρχουν ένας δυο τέτοιοι. Ε λοιπόν, εδώ, αυτός θα είσαι εσύ. Δεν πειράζει, έτσι είναι.
– Νομίζεις; ρώτησε ο Φρέντι αναστατωμένος.
Και γύρισε στο σπίτι του, ευχαριστημένος που ήταν επιτέλους κι αυτός ξεχωριστός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ο γκρινιάρης του χωριού.

 

ΠΗΓΗ: από το βιβλίο Χειμωνιάτικες Ιστορίες (Gregoire Solotareff),
από τη σειρά: Μια ιστορία για κάθε μέρα, Εκδόσεις: Μεταίχμιο

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και παραμύθια

Ένα ξεχωριστό Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

 Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και ο Τίνκερ, το σκιουράκι, φορώντας τα πιο ζεστά του ρούχα, χουζούρευε στο σπιτάκι του, μέσα στη μεγάλη βελανιδιά. Κοιτούσε μια από τις εικόνες του βιβλίου του. “Αχ !” αναστέναξε κλείνοντας το βιβλίο.
Εκείνη τη στιγμή περνούσε απέξω χοροπηδώντας η κυρία Κουνελίτσα, και άκουσε τον Τίνκερ ν’ αναστενάζει. Η κυρία Κουνελίτσα συμπαθούσε τον Τίνκερ και ήξερε ότι συνήθως ήταν πολύ χαρούμενος. Της φάνηκε λοιπόν παράξενο, που τον άκουσε ν’ αναστενάζει.
“Τι σου συμβαίνει, Τίνκερ;” τον ρώτησε με γλυκιά φωνή.

 

Ο Τίνκερ έβγαλε το κεφαλάκι του στην κουφάλα του δέντρου. “Ε, να, είδα το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο βιβλίο μου. Ήταν στολισμένο με γυαλιστερές μπάλες και όμορφα φωτάκια, που λαμπύριζαν σαν αστέρια”.

 

Ο Τίνκερ έδειξε την εικόνα στην κυρία Κουνελίτσα. “Πραγματικά, είναι πολύ όμορφο”, είπε αυτή. “Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τόσο όμορφο δέντρο, αντί γι’ αυτή τη βαρετή, καφετιά βελανιδιά”, είπε ο Τίνκερ. “Μη στενοχωριέσαι, Τίνκερ”, είπε η κυρία Κουνελίτσα.
“Σύντομα θα ξανάρθει η άνοιξη και το δέντρο σου θα γεμίσει όμορφα, καταπράσινα φύλλα”.
¨Ναι, έχεις δίκια”, αποκρίθηκε ο Τίνκερ. “Ωστόσο, πολύ θα ήθελα να ήταν πιο όμορφη η βελανιδιά μου, για τα Χριστούγεννα”.
“Πήγαινε να πλαγιάσεις τώρα”, είπε καλοσυνάτα η κυρία Κουνελίτσα. ¨Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα”.
Η κυρία Κουνελίτσα τον αποχαιρέτησε κι έφυγε. Όμως, δεν ήθελε να είναι ο φίλος της στενοχωρημένος τις μέρες των Χριστουγέννων. Μήπως μπορούσε, άραγε, κάπως να το βοηθήσει;
Στον δρόμο για το σπίτι της συνάντησε κι άλλα ζωάκια: τον Λαγό Χέρμπερτ, το Ποντικούλη Φρέντι και την Νταίζη, τη Σκιουρίνα. Τους είπε για το δέντρο που είχε δει ο Τίνκερ στο βιβλίο του, και πόσο στενοχωριόταν το σκιουράκι, που το δικό του δέντρο ήταν ολόγυμνο.

 

“Πολύ το συμπαθώ αυτό το σκιουράκι”, είπε η κυρία Κουνελίτσα.
¨Θα ήταν υπέροχο να κάναμε γι’ αυτόν κάτι το ξεχωριστό, φέτος τα Χριστούγεννα”.
“Ναι, αλλά τι;” ρώτησαν ο Φρέντι και ο Χέρμπερτ με μια φωνή.
“Έχω μια ιδέα”, είπε η Κουνελίτσα. “Ακολουθήστε με”.
Το άλλο πρωί, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, Ο Τίνκερ ξύπνησε από θορύβους και φωνές. Έσκυψε από το δέντρο του να δει ποιος έκανε όλη αυτή τη φασαρία – κι αντίκρισε τους φίλους του, που είχαν μαζευτεί γύρω από τον κορμό του δέντρου.

 

“Καλά Χριστούγεννα, Τίνκερ”, φώναξαν όλοι μαζί. Ο Τίνκερ κοίταξε γύρω και δεν πίστευε στα μάτια του. Όσο εκείνος κοιμόταν, οι φίλοι του δούλευαν σκληρά για να του κάνουν έκπληξη.
Είχαν μαζέψει κουκουνάρια, μούρα, καρύδια, γκι και πουρναρόφυλλα. Κάποιες αράχνες, μάλιστα, είχαν υφάνει περίτεχνους ιστούς. Όταν τα ζωάκια συγκέντρωσαν όλα όσα χρειάζονταν, άρχισαν να στολίζουν το δέντρο.

 

Τώρα, τα δώρα τους κρέμονταν από τα κλαριά και η γέρικη βελανιδιά δεν ήταν πια γυμνή και βαρετή. Κι όταν άρχισε, σε λίγο, να χιονίζει, το δέντρο λαμποκοπούσε από τις ρίζες μέχρι την κορφή. “Είναι πανέμορφο”, είπε ο Τίνκερ.
“Πολύ πιο όμορφο από το δέντρο του βιβλίου. Σας ευχαριστώ όλους, πάρα πολύ. Κανείς άλλος δεν μου είχε κάνει ποτέ ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δώρο”.

 

READ  Συνταγή για Σοκολατόπιτα για τα Χριστούγεννα.
READ  Χριστούγεννα

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και παραμύθια

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και οι χιονισμένοι δρόμοι είχαν ερημώσει. Από τα φωτισμένα παράθυρα έρχονταν ήχοι από γέλια και τραγούδια. Όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Νέο Χρόνο. Δίπλα στο παράθυρο στεκόταν λυπημένο ένα κοριτσάκι.

 

Το κουρελιασμένο της φουστάνι και η τριμμένη σάρπα της δεν την προστάτευαν από το κρύο και προσπαθούσε σκληρά για να μην ακουμπήσει τα ξυπόλητα πόδια της στο παγωμένο έδαφος. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα όλη την ημέρα και φοβόταν να γυρίσει σπίτι, γιατί ο πατέρας της σίγουρα θα θύμωνε.

 

Έτσι κι αλλιώς, στην υγρή και σκοτεινή σοφίτα που έμενε δεν θα ήταν πολύ πιο ζεστά. Τα δάχτυλα της μικρής είχαν παγώσει. Αν άναβε ένα σπίρτο! Τι θα έλεγε όμως ο πατέρας της για μια τέτοια σπατάλη! Διστακτικά, έβγαλε ένα σπίρτο και το άναψε. Τι όμορφη ζεστή φλόγα! Η μικρή την έκλεισε στη χούφτα της και …ξαφνικά είδε μέσα στο φως της να καίει ένα μεγάλο λαμπερό τζάκι.

 

Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια στη ζεστή θαλπωρή του, αλλά ακριβώς τότε το σπίρτο έσβησε και η εικόνα χάθηκε. Το βράδυ φαινόταν τώρα πιο σκοτεινό και το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμάκι της μικρής. Αφού δίστασε για αρκετή ώρα, άναψε ακόμα ένα σπίρτο. Αυτή το φορά η λάμψη μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια τζαμαρία. Πίσω από αυτήν βρισκόταν στρωμένο ένα γιορτινό τραπέζι γεμάτο φαγητά και φωτισμένο από ένα κηροπήγιο.

 

Με τα χέρια ανοιχτά προς τα φαγητά η μικρή πέρασε μέσα από το τζάμι …αλλά και αυτό το σπίρτο έσβησε και η μαγική σκηνή μαζί του. Η καημενούλα, μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχε πάρει μια γεύση από όλα όσα της είχε αρνηθεί η ζωή της: ζεστασιά και καλό φαγητό. Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο, ελπίζοντας να γνωρίσει κι αυτή για λίγο τόση ευτυχία.
Άναψε το τρίτο σπίρτο και τότε συνέβη κάτι ακόμα πιο θαυμαστό!
Μπροστά της είχε τώρα ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με εκατοντάδες κεριά, παιχνίδια και πολύχρωμες μπάλες. «Τι όμορφο!» αναφώνησε η μικρή κρατώντας ακόμα το σπίρτο. Το σπίρτο της έκαψε το δάχτυλο και έσβησε κι αυτό με τη σειρά του.

 

Το φως των χριστουγεννιάτικων κεριών ανέβηκε ψηλά, ψηλότερα, όλο και πιο ψηλά και τότε ένα από τα φώτα έπεσε, αφήνοντας μια γραμμή πίσω του. “Κάποιος πεθαίνει,” σιγομουρμούρησε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: “Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει!”
Σαν υπνωτισμένη η μικρή άναψε ένα ακόμα σπίρτο.

 

Αυτή τη φορά είδε τη γιαγιά της. “Γιαγιά, μείνε μαζί μου!” ικέτευσε και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να μην εξαφανιστεί και η γιαγιά όπως οι προηγούμενες εικόνες. Η γιαγιά δεν εξαφανίσθηκε, αλλά την κοίταζε χαμογελαστά. Άνοιξε τα χέρια της και η μικρή την αγκάλιασε κλαίγοντας: “Γιαγιά, πάρε με μαζί σου!” Ξημέρωσε ένας χλωμός ήλιος πάνω στους παγωμένους δρόμους της πόλης. Στο έδαφος το άψυχο σώμα ενός μικρού κοριτσιού, περικυκλωμένο από χρησιμοποιημένα σπίρτα. “Καημενούλα!” είπε ένας περαστικός.

 

“Προσπαθούσε να ζεσταθεί!” Όμως τότε, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.

 

Χανς Κρίστιαν ‘Αντερσεν

 

READ  Μια ελιά γέρικη στη φάτνη του Χριστού
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και παραμύθια

 

Αφήστε μια απάντηση