Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής (Σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου του Ιωάννου του Θεολόγου)
Εορτάζουν στις 8 Μαΐου
Λαθείν βιώσας Αρσένιος ηγάπα,
Ος ου δε πάντως εκβιώσας λανθάνει.
Ο αββάς Αρσένιος ενώ ακόμη ήταν στο παλάτι, προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: «Κύριε, οδήγησέ με πώς να σωθώ». Και άκουσε φωνή όπου του έλεγε: «Αρσένιε, απόφευγε τους ανθρώπους και σώζεσαι».
Ο ίδιος όταν έφυγε από τον κόσμο και εισήλθε στον μοναχικό βίο, πάλι έκανε την ίδια προσευχή. Και άκουσε φωνή να του λέγει: «Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε, γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας».
Ο Όσιος αββάς Αρσένιος ο Μέγας απέφευγε να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις των Μοναχών, και κατά τις γιορτές όταν πήγαινε στην εκκλησία, κρυβόταν πίσω από μία κολώνα ή πήγαινε σε μία γωνιά για να μην τον βλέπουν, ούτε ο ίδιος άλλον να προσέξει. Τα τσίνορα του έπεσαν από το κλάμμα. Είχε πάντα το πένθος γι’ αυτό συνέχεια τα μάτια του ήταν δακρυσμένα και ένα πανί στον κόρφο του, για (να σκουπίζει) τα δάκρυα πού έτρεχαν συνεχώς . Αυτό μόλις είδε ο Αββάς Ποιμήν του είπε : «Μακάριος είσαι Αρσένιε, γιατί έκλαψες αρκετά στην ζωή τούτη. Έτσι, στην άλλη ζωή θα χαίρεσαι παντοτινά και δεν θα πενθήσεις ούτε θα κλάψεις ποτέ». Γιατί αυτός που δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ, θα κλάψει εκεί αιωνίως.
Έλεγαν οι γέροντες πως απ’ όλους τους πατέρες της ερήμου ο Όσιος Αρσένιος και ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης αποστρέφονταν την δόξα των ανθρώπων. Και ο μεν Αρσένιος σπανιότατα και με δυσκολία συναντούσε και συζητούσε με άνθρωπο, ο δε Θεόδωρος συζητούσε μεν, αλλά τα λόγια του έβγαιναν κοφτά σαν μαχαίρι.
Ο αββάς Αρσένιος συνήθιζε να επαναλαμβάνει συνεχώς στον εαυτό του την φράση: «Αρσένιε, μέμνησο δι’ ό εξήλθες». Δηλαδή: Θυμήσου για ποιό λόγο άφησες τον κόσμο.
Άλλοτε πάλι έλεγε : «Όσες φορές μίλησα μετανόησα, όσες φορές σιώπησα δεν μετανόησα ποτέ».
Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
Είπε ο αββάς Μάρκος στον αββά Αρσένιο: «Γιατί μας αποφεύγεις;» Και του λέει ο Γέρων: «Ο Θεός γνωρίζει ότι σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να είμαι μαζί με τον Θεό και μαζί με τους ανθρώπους. Οι μυριάδες και χιλιάδες Δυνάμεις των Ουρανών ένα θέλημα έχουν˙ ενώ οι άνθρωποι πολλά θελήματα έχουν. Δεν μπορώ λοιπόν ν’ αφήσω τον Θεό και να πάω με τους ανθρώπους».
Ο αββάς Δανιήλ γράφει: Ο Αρσένιος περνούσε όλη τη νύχτα αγρυπνώντας. Στην αυγή τον έπιανε η νύστα και έλεγε στον ύπνο.
-΄Ελα δούλε κακέ.
Κοιμόταν για λίγο στο σκαμνάκι του.
-Πόσος ύπνος μας χρειάζεται, τον ρώτησαν; Για τον προχωρημένο μοναχό και τον αγωνιστή αρκεί να κοιμάται μία ώρα.
Έλεγαν πάλι γι’ αυτόν: «το Σάββατο βράδυ άπλωνε τα χέρια του προς τον ουρανό, σαν άλλος Μωυσής, προσευχόμενος έχοντας πίσω του τον ήλιο, ώσπου ο ήλιος έλαμπε πάλι στο πρόσωπό του. Δηλαδή προσευχόταν από τη Δύση μέχρι την Ανατολή του ηλίου.»!
***
Πήγε κάποτε ο αββάς Αρσένιος σ’ ένα τόπο, όπου υπήρχαν καλαμιές. Κάποια στιγμή κινήθηκαν οι καλαμιές απ’ τον αέρα. Και ρώτησε ο Γέρων τους αδελφούς: «Τι είναι αυτό το θρόϊσμα;» Του λένε: «Οι καλαμιές είναι». Και τότε τους είπε ο Γέρων: «Είναι αλήθεια πως αν κάποιος μένει σε ήσυχο τόπο και ακούσει τη φωνή από ένα στρουθίο (σπουργιτάκι), η καρδιά του παύει να έχει την ίδια ησυχία. Πόσο περισσότερο εσείς που έχετε το θρόϊσμα των καλαμιών αυτών».
Ένας Μοναχός, πήγε στο κελί του Αββά Αρσενίου στην σκήτη, κοιτάζει από την θυρίδα και βλέπει τον Γέροντα, ολόκληρο σαν φωτιά. Ήταν δε άξιος ο αδελφός εκείνος να το δει (ότι ο αββάς Αρσένιος είχε γίνει Πυρ, είχε ενωθεί με το Θεό). Μόλις κτύπησε την πόρτα, βγήκε ο Όσιος και βλέπει τον Μοναχό έκθαμβο. Τον ρώτησε : «Έχεις πολλή ώρα που κτυπάς; Μήπως είδες τίποτα εδώ»; Και εκείνος απάντησε, όχι. Και μετά από αυτό τον έστειλε στο καλό.
Ήρθε κάποιος από τους πατέρες στον αββά Αρσένιο και του χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε ο Όσιος, νομίζοντας ότι είναι ο υποτακτικός του. Μόλις είδε ότι ήταν άλλος έπεσε με το πρόσωπο κάτω. Εκείνος του λέγει : «Σήκω Αββά να σε ασπασθώ». Ο Αρσένιος του απάντησε : «Δεν σηκώνομαι αν δεν φύγεις». Τον παρακάλεσε πολλή ώρα. Δεν σηκώθηκε. Μόλις έφυγε, τότε σηκώθηκε ο Όσιος.
Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
Έλεγαν για κάποιον αδελφό ότι ήλθε στην Σκήτη να ιδει τον αββά Αρσένιο, και ερχόμενος στην εκκλησία, παρεκάλεσε τους κληρικούς να συναντήσει τον αββά Αρσένιο. Του λέγουν· Αναπαύου λίγο, αδελφέ, και θα τον δεις. Ο δε λέγει· Δεν τρώγω τίποτε αν δεν τον συναντήσω. Έστειλαν λοιπον αδελφόν να τον συνοδεύσει, γιατί ήταν μακρυά το κελλί. Και κτυπώντας την πόρτα εισήλθαν, και ασπασάμενοι τον γέροντα κάθησαν σιωπώντες. Είπεν ο αδελφός από την Εκκλησία· Εγώ πηγαίνω, εύχεσθε υπέρ εμού. Ο δε αδελφός ο ξένος, μη βρίσκοντας παρρησία προς τον γέροντα, είπε στον αδελφό· Έρχομαι καιγώ μαζί σου. Και βγήκαν μαζί.
Τον παρεκάλεσε δε λέγοντας· Πήγαινε με και στον αββά Μωυσήν τον από ληστών. Και πηγαίνοντας προς αυτόν, τους δέχθηκε μετά χαράς, και αφού τους φιλοφρόνησε τους απέλυσε. Και του λέγει ο αδελφός · Ιδού σε πήγα προς τον ξενικόν και προς τον Αιγύπτιον. Ποιος από τους δύο σου άρεσε;
Ο δε του είπεν· Εμένα ο Αιγύπτιος μου άρεσε. Το άκουσε αυτό κάποιος από τους Πατέρες και ευχήθηκε προς τον Θεό, λέγοντας· Κύριε, δείξε μου το πράγμα τούτο ότι ο μεν ένας φεύγει διά το όνομά σου· ο δε άλλος εναγκαλίζεται διά το όνομά σου. Και να, βλέπει δύο μεγάλα πλοία μέσα στο ποτάμι, και θεωρεί τον αββά Αρσένιο και το Πνεύμα του Θεού να πλέουν εν ησυχία στο ένα· και ο αββάς Μωσής και οι άγγελοι του Θεού να πλέουν στο άλλο, και να τον τρέφουν με μελοκηρήθρες.
Ήρθαν, κάποτε, στην Σκήτη (δηλαδή στα κελιά των Ασκητών) βάρβαροι (κλέφτες). Μόλις τους είδαν οι Άγιοι Πατέρες, έφυγαν για να μην τους σκοτώσουν. Ο Αρσένιος, καθόλου δεν φοβήθηκε, επειδή και τους δαίμονες εξουσίαζε και οι ασεβείς τον φοβόντουσαν. Έμεινε στο κελί και είπε : «Εάν ο Θεός δεν με προστατεύσει τότε τι την θέλω τη ζωή»; Έμεινε αμέριμνος και ο Θεός τον σκέπασε και κανείς δεν τον είδε. Πέρασαν πλησίον του αλλά αυτός έμεινε αόρατος.
Άλλοτε πάλι που ήθελε ο αρχιεπίσκοπος (Θεόφιλος της Αλεξάνδρειας) να τον επισκεφθεί, έστειλε άνθρωπό του πρώτα, για να δει, αν θα του ανοίξει ο Γέρων. Και εκείνος του εμήνυσε: «Εάν έλθεις, θα σου ανοίξω˙ και εάν ανοίξω σε σένα, σ’ όλους θα ανοίγω. Έτσι δεν θα μπορώ να μένω πια εδώ». Όταν τ’ άκουσε αυτά ο αρχιεπίσκοπος είπε: «Εάν πηγαίνω για να τον διώξω, δεν ξαναπηγαίνω».
Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ: Κάποιοι αδελφοί όταν επρόκειτο να πάνε στην Θηβαΐδα για λινάρια είπαν : «Με την ευκαιρία αυτή, ας δούμε και τον αββα Αρσένιο».
Πήγε στον Όσιο ο Αββάς Αλέξανδρος και του είπε ότι αδελφοί από την Αλεξάνδρεια θέλουν να τον δουν.
Του λέγει ο Γέρων : «Ρώτησε τους για ποιο λόγο έχουν έρθει». Αφού έμαθε, είπε πάλι στον Όσιο : «Πηγαίνουν στην Θηβαΐδα για λινάρια». Τότε του είπε ο Όσιος : «Αφού είναι έτσι, δεν βλέπουν το πρόσωπό του Αρσενίου, γιατί δεν ήρθαν για μένα, αλλά για την δουλειά τους. Ανάπαυσέ τους και απόλυσέ τους ειρηνικά λέγοντας ότι ο γέρων δεν μπορεί να τους συναντήσει».
Ο Όσιος, για να αποφύγει την κοινωνικότητα και τις συχνές βαρβαρικές εισβολές και για να επιδοθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον καθαρό ασκητικό βίο, εγκατέλειψε τη Σκήτη και με την συνοδεία των μαθητών του Αλεξάνδρου και Ζωίλου κατέφυγε στην Πέτρα, κοντά στην Μέμφιδα, και μετά στην Κανώπη, εκεί όπου το 445 μ.Χ. κοιμήθηκε με ειρήνη.
Όσιος Παΐσιος Aγιορείτης έλεγε: Οι Άγιοι Πατέρες τα έβλεπαν όλα με το πνευματικό, με το θεϊκό μάτι. Τα Πατερικά είναι γραμμένα με το πνεύμα του Θεού, και με το πνεύμα του Θεού έκαναν τις ερμηνείες οι Άγιοι Πατέρες. Τώρα δεν υπάρχει συχνά αυτό το πνεύμα του Θεού, για να καταλαβαίνουν τα Πατερικά. Τα βλέπουν όλα με το κοσμικό μάτι, δεν βλέπουν πιο πέρα, δεν έχουν την ευρύτητα που δίνουν η πίστη και η αγάπη…Ο ταπεινός άνθρωπος συνήθως είναι πολυμαθής.
Ο Μέγας Αρσένιος ήταν ο πιο μορφωμένος σ΄ όλη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.Όταν όμως πήγε στην έρημο για μοναχός, κάθησε κοντά στον Αββά Μακάριο τον αγράμματο και έλεγε: «Ούτε το αλφάβητο αυτού δεν ξέρω»! Προσπαθήστε να μη χάνεσθε με χαμένα πράγματα, για να μη χάσετε τον Χριστό… Δυστυχώς το κοσμικό πνεύμα από τον κόσμο έχει μπή και σε πολλά Μοναστήρια, γιατί μερικοί Πατέρες της εποχής μας διοχετεύουν τον Μοναχισμό από το κοσμικό κανάλι και δεν οδηγούνται οι ψυχές στο πατερικό πνεύμα της Χάριτος.
Βλέπω ένα πνεύμα που επικρατεί σήμερα στα Μοναστήρια αντί-πατερικό, να μη δέχωνται το καλό, το πατερικό, να μη ζουν δηλαδή πατερικά και να ισοπεδώνουν τα πνευματικά υψώματα εν ονόματι της υπακοής, της κοπής του θελήματος, και να κάνουν τα κοσμικά τους ανάλογα θελήματα… Πόσα πράγματα χάνονται-χάνονται και στον Μοναχισμό, όπως στον κόσμο χάνονται η τιμή, ο σεβασμός, και τα λένε κατεστημένα!
Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
Γι’ αυτό πονάω και πάω να σκάσω. Μου έρχεται να πάρω τα βουνά. Ένας που δεν έχει ζήσει κάτι το ανώτερο, δεν στενοχωριέται και τόσο πολύ για την πνευματική ζωή που ζη με τον δικό του τρόπο. Για τον άλλον όμως που αναγκάζεται να ζη με αυτόν τον τρόπο, ξέρετε τί βάσανο είναι; Αξίζει τώρα να πεθάνη κανείς, να δώση μία ομολογία, να κάνη μία θυσία, μόνο για να μη βρίζωνται οι Άγιοι Πατέρες. Δεν σκεφτόμαστε λίγο τους Οσίους Πατέρες, τους οποίους διαβάζουμε συνέχεια, που ζούσαν και πώς ζούσαν; Ενίωθαν την χαρά του Χριστού, γιατί μιμούνταν τον Χριστό σε όλα. Όλο το ενδιαφέρον τους ήταν εκεί. Σήμερα υπάρχουν μοναχοί που ζουν εξωτερικά τον Μοναχισμό. Είναι σαν το οινόπνευμα που έχασε την σπιρτάδα του, δεν μπορεί να καυτηριάση τον διάβολο.
Να σκέφτεσαι συνέχεια αυτό που έλεγε ο Μέγας Αρσένιος: «Δι’ ό εξήλθες;…» Εμείς ξεχνούμε γιατί ήρθαμε στο Μοναστήρι. Λίγο-πολύ όλοι καλά ξεκινάνε, αλλά καλά δεν καταλήγουν, επειδή ξεχνούν γιατί πήγαν στο Μοναστήρι.
– Είπατε, Γέροντα, ότι το κοσμικό πνεύμα μπαίνει στον Μοναχισμό και χάνεται η πνευματική αντιμετώπιση. Θα διασωθή το σωστό πνεύμα του Μοναχισμού;
– Μία μπόρα είναι, δεν θα αφήση ο Θεός…Υπάρχουν μοναχοί που ζουν πολύ πνευματικά, αθόρυβα. Υπάρχουν ψυχές σε κάθε Μοναστήρι, σε κάθε Μητρόπολη κ.λπ. Οι μεμονωμένες ψυχές, αυτές είναι που συγκινούν τον Θεό και μας ανέχεται.
Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
Απολυτίκιον Αγίου Αρσενίου του Μεγάλου
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Των τερπνών απανέστης εμφρόνως Όσιε, χρηματισθείς ουρανόθεν ως Αβραάμ ο κλεινός, και Αγγέλων μιμητής, ώφθης τω βίω σου, λόγω εμπρέπων πρακτικώ, και σοφία αληθεί, Αρσένιε θεοφόρε. Και νυν απαύστως δυσώπει, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Συ τους θορύβους εκφυγών Αρσένιε, ως αμαρτίας πηγάς, τη σιωπή γλώσσαν, εχαλιναγώγησας· όθεν εν αταράχω τον νούν, ησυχία τηρήσας, του θείου Πνεύματος γέγονας, αξιοπρεπές ενδιαίτημα. (Κανών β’, Ωδή α’)
Τω του Δεσπότου Όσιε, πειθαρχών θείω νόμω, πάντα τον κόσμον έλιπες, και λαβών τον σταυρόν σου, Πάτερ Αρσένιε χαίρων, ηκολούθησας τούτω, νηστείαις και τοις δάκρυσι, θεοφόρε σχολάζων, και προσευχή, στάσει τε παννύχω και ησυχία, δι’ ης εκράθης πάνσοφε, τη Αγία Τριάδι. (Εξαποστειλάριον Ήχος β’ )
Δόξα… Ήχος δ’
Αναπεσών εν τω στήθει του διδασκάλου Χριστού, εν τω δείπνω Κυρίου, ηγαπημένε Μαθητά, εκείθεν έγνως τα άρρητα, και την ουράνιον πάσιν εβρόντησας φωνήν. Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος, το φως το αληθινόν, το φωτίζον πάντα άνθρωπον εις τον κόσμον ερχόμενον, Χριστός ο Θεός και Σωτήρ των ψυχών ημών.
Όσιος Αρσένιος ο Μέγας