14 Οκτωβρίου Των Αγίων Ναζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου και Κελσίου των Μαρτύρων, Κοσμά του ποιητού επισκόπου Μαϊουμά κ.ά.
Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ναζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου (1) και Κελσίου.
Τον Ναζάριον και συνάθλους τρεις άμα,
Χριστώ προσήξε Ναζαρηνώ το ξίφος.
Συν τρισί Ναζάριος τμήθη δεκάτη γε τετάρτη.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Νέρωνος εν έτει νζ’ [57], και ωδηγήθησαν εις την του Χριστού πίστιν από τον Κορυφαίον των Αποστόλων Πέτρον. Ο δε Άγιος Ναζάριος κατά τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας του, επεριπάτει εις όλας τας πόλεις της Ιταλίας και εκήρυττε τον Χριστόν. Και δια του κηρύγματός του επίστρεφε πολλούς εις την πίστιν του Χριστού. Ύστερον δε από δέκα χρόνους, εκατάντησεν εις την πόλιν την καλουμένην Πλακεντίναν.
Εκεί δε αντάμωσε και τον Άγιον Προτάσιον και Γερβάσιον, οι οποίοι ήτον βαλμένοι μέσα εις την φυλακήν δια την του Χριστού πίστιν, από τον άρχοντα Ανούλιον. Όθεν και εκεί εκήρυττε τον Χριστόν. Εδιώχθη όμως δια τούτο έξω από την πόλιν, και από εκεί πηγαίνει εις πόλιν λεγομένην Κίμελιν. Εκεί δε ευρών τον Άγιον Κέλσιον τριών χρόνων παιδίον, επήρεν αυτόν από την μητέρα του.
Τούτο δε μαθών ο εκεί άρχων Δινοβάος, πιάνει τον Μάρτυρα και ρίπτει αυτόν εις την φυλακήν. Ελευθερωθείς δε από την φυλακήν, επήγεν ομού με τον Κέλσιον εις τας πόλεις του Τιβερίου, ευαγγελιζόμενος και κηρύττων την του Χριστού πίστιν. Όθεν πιάνεται από τον Νέρωνα, και δένεται με δεσμά. Και έτζι δίδοται φαγητόν εις τα θηρία.
Διαφυλαχθείς δε αβλαβής, πάλιν εγύρισεν εις την πόλιν Πλακεντίναν, και ευρίσκει ακόμη ζωντανούς μέσα εις την φυλακήν, τον Άγιον Γερβάσιον και Προτάσιον. Από εκεί δε πέμπεται εις την Ρώμην από τον Ανούλιον. Και εκεί γίνεται αίτιος σωτηρίας εις τον πάππον του. Γυρίσας δε εις τα Μεδιόλανα, εκεί αποκεφαλίζεται μαζί με τον Άγιον Γερβάσιον, Προτάσιον και Κέλσιον, και μαζί και οι τέσσαρες απολαμβάνουσι του μαρτυρίου τον στέφανον.
(Τον κατά πλάτος απλούν Βίον αυτών όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τον δε ελληνικόν Βίον αυτών συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Νέρωνος άρτι τα σκήπτρα διαδεξαμένου». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Λαύρα.)
(1) Σημείωσαι, ότι ο θείος Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων γράφει εν επιστολή ογδοηκοστή πέμπτη αυτού, πως όταν ευρέθηκαν τα λείψανα των Αγίων τούτων Μαρτύρων, του Γερβασίου δηλαδή και Προτασίου, όλην εκείνην την νύκτα επέρασαν οι Χριστιανοί αγρυπνούντες με ψαλμούς και ωδάς πνευματικάς, εκ τούτου δε δείκνυται, ότι και οι παλαιοί Χριστιανοί ετέλουν αγρυπνίας, εις δόξαν Θεού, και εις τιμήν των Αγίων.
14 Οκτωβρίου Των Αγίων Ναζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου και Κελσίου των Μαρτύρων, Κοσμά του ποιητού επισκόπου Μαϊουμά κ.ά.
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κοσμά του ποιητού, Επισκόπου Μαϊουμά του Αγιοπολίτου, ήτοι του Ιεροσολυμίτου.
Απήλθε Κοσμάς ένθα πάσα τερπνότης,
Μέλη λιπών τέρποντα την Εκκλησίαν.
Ούτος ο Άγιος, όταν ήτον πολλά νέος, έμεινεν ορφανός. Όθεν δια την ορφανίαν, επήρεν αυτόν ο πατήρ του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, και τον έκαμεν υιόν του θετόν. Και λοιπόν είχεν αυτόν εις πολλήν πρόνοιαν και κηδεμονίαν (2). Επειδή δε ο πατήρ του Δαμασκηνού είχε πλούτον και δόξαν πολλήν, δια τούτο επήρεν εις τον οίκον του ένα πολυμαθή και σοφόν διδάσκαλον, αξίωμα έχοντα των ασηκριτών, και ονομαζόμενον και αυτόν Κοσμάν (3).
Εις τούτον λοιπόν παρέδωκε και τον κατά φύσιν υιόν του Ιωάννην, και τον κατά θέσιν υιόν του τούτον Κοσμάν. Όθεν εδίδαξεν αυτούς εκείνος κάθε σοφίαν θείαν και ανθρωπίνην. Οίτινες με το να έτυχον φύσεως δεξιάς, έμαθον παρ’ εκείνου εις ολίγον καιρόν όλην την γραμματικήν και την φιλοσοφίαν. Προς τούτοις δε και αστρονομίαν, μουσικήν και γεωμετρίαν. Και εκ τούτου έγιναν εις όλους αιδέσιμοι και σεβάσμιοι. Έπειτα πηγαίνοντες και οι δύω εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, έγιναν Μοναχοί.
Μετά ταύτα δε, ο μεν μακάριος Ιωάννης, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος από τον Ιωάννην Πατριάρχην Ιεροσολύμων.
Ο δε αοίδιμος Κοσμάς, πολλά παρακινηθείς από όλην την Σύνοδον του Ιεροσολύμων, έγινεν Επίσκοπος Μαϊουμά (η δε Μαϊουμά, ελέγετο Ανθηδών, πόλις τιμημένη με θρόνον Επισκόπου υπό τον Ιεροσολύμων κατά τον Μελέτιον, απέχουσα από την Ασκάλωνα οκτώ μίλια). Είναι δε δυνατόν να γνωρίση τινάς με την πείραν, οποίος μέγας και θαυμάσιος εστάθη κατά τον λόγον και την γνώσιν ο θείος ούτος Κοσμάς, εάν αναγνώση επιμελώς τους Κανόνας και τα τροπάρια, και τα άλλα συγγράμματα οπού εφιλοπόνησεν ο αοίδιμος. Καλώς λοιπόν και θεαρέστως ποιμάνας το ποίμνιόν του, και εις βοσκήν σωτηρίας αυτό οδηγήσας, φθάσας δε εις γήρας βαθύ προς Κύριον εξεδήμησεν. (Το ίδιον τούτο Συναξάριον όρα μεταφρασμένον εις τον Νέον Παράδεισον.)
(2) Σημείωσαι, ότι από εκείνα, οπού γράφει ο Ιεροσολύμων Ιωάννης εις τον Βίον Ιωάννου του Δαμασκηνού, πιθανόν φαίνεται, ότι και ο Δαμασκηνός, και ο συνομήλικός του θείος Κοσμάς ούτος, εγεννήθησαν προ του τέλους του εβδόμου αιώνος.
(3) Ούτος από την Ιταλίαν μεν, εκατάγετο. Και ίσως από την Σικελίαν. Λέγει γαρ ο Θεοφάνης, ότι επί της βασιλείας Κώνσταντος υιού Κωνσταντίνου και εγγόνου Ηρακλείου, ήτοι εν έτει 666, κατά τον χρονολόγον Βανδούρον, αιχμαλωτίσθη ένα μέρος της Σικελίας, και εκατοίκησαν εν Δαμασκώ θελήσει αυτών. Πολλοί δε τότε ήτον οι κατά την Σικελίαν μονάζοντες, από τους οποίους ήτον και ο Κοσμάς, ο αυτός δε ήτον και ιερωμένος. Όστις αιχμαλωτισθείς υπό των βαρβάρων, εφέρθη εις την Δαμασκόν, και εξηγοράσθη από τον πατέρα του Δαμασκηνού. (Όρα εις το όνομα Ιωάννης, εν τω β’ τόμω της Οκτατεύχου.)
Ο Άγιος Ευθύμιος ο Νέος ο εν Θεσσαλονίκη, ο υπέρ των αγίων εικόνων αγωνισάμενος, τελειούται (4).
(4) Τούτου ο Βίος σώζεται μεν εν τω πρώτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη Μεγίστη Λαύρα, συνεγράφη δε υπό Βασιλείου Επισκόπου Θεσσαλονίκης. Παρ’ άλλοις δε ούτος εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Νοεμβρίου. Άρχεται δε ο Βίος αυτού ούτως· «Ο της ανθρωπίνης ουσίας γενεσιουργός».
Ευθυμίας ώκησας εν τόπω πάτερ,
Φερωνυμήσας, ώσπερ ην θέμις μάκαρ.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Σιλβανός ο Γέρων ξίφει τελειούται.
Μετήλθεν αυχήν Σιλβανού τομόν ξίφος,
Καντεύθεν ώφθη Σιλβανός τομεύς πλάνης.
Ούτος ο Άγιος, εκατάγετο μεν από την χώραν της εν Παλαιστίνη Γάζας, ήτις και Κωνστάντεια ωνομάσθη. Ήτον δε άνθρωπος πράος και άκακος. Γηραλέος κατά την ηλικίαν. Στρατιώτης το πρότερον. Ύστερον δε δια την υψηλήν και καθαράν του ζωήν, έγινε Πρεσβύτερος της εν τη Γάζα Εκκλησίας. Ούτος λοιπόν παρασταθείς εις τον άπιστον λαόν των Καισαρέων, και ελέγξας αυτών την ασέβειαν, εδάρθη πικρώς, και κατεξεσχίσθη εις τας πλευράς. Έπειτα εκαταδικάσθη να δουλεύη εις τα μεταλλεία του χαλκώματος, τα ευρισκόμενα εις τόπους τους καλουμένους Ζωόρους.
Εκεί δε ευρισκόμενος, γίνεται Επίσκοπος δια παρακινήσεως του εκεί λαού. Ύστερον δε από ολίγον καιρόν, κατεξηραμμένος ώντας, τόσον από το γηρατείον, όσον και από την ασθένειαν, απεκεφαλίσθη παρά των ειδωλολατρών. Και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Μαζί δε με αυτόν, απεκεφαλίσθησαν και άλλοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Από τους οποίους, άλλοι μεν, ήτον από την Αίγυπτον, άλλοι δε, από την Παλαιστίνην. (Το ίδιον τούτο Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)
*
14 Οκτωβρίου Των Αγίων Ναζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου και Κελσίου των Μαρτύρων, Κοσμά του ποιητού επισκόπου Μαϊουμά κ.ά.
Οι Άγιοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες οι εξ Αιγύπτου και Παλαιστίνης, ξίφει τελειούνται.
Ήνεγκε διπλή Μαρτύρων εικάς ξίφος,
Αίγυπτος ους ήνεγκε και Παλαιστίνη.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Πέτρος ο Αυσελάμου, πυρί τελειούται.
Το πυρ υπελθών ενθέω ζήλω Πέτρος,
Το της πλάνης πυρ σβεννύει της δυσθέου.
Ούτος ήτον από τους τόπους της Ελευθερουπόλεως, εκ χωρίου καλουμένου Ανίας (ή Ανέα). Ανδρείος μεν κατά την ψυχήν, νέος δε ομού και δυνατός κατά το σώμα. Αφ’ ου δε εδοκίμασε πολλούς αγώνας δια την ευσέβειαν, και κατεφρόνησεν όλα τα επίγεια, τελευταίον έγινε θυσία και ολοκαύτωμα εις τον Χριστόν, κατά τον έκτον χρόνον της βασιλείας του Διοκλητιανού, ήτοι εν έτει σϞβ’ [292]. Δια πυρός γαρ τον του μαρτυρίου εκομίσατο στέφανον, αφ’ ου πρότερον έλαβε διάφορα βάσανα ο αοίδιμος. (Τούτο το ίδιον Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)
Μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Παρασκευής της Νέας.
Παρασκευήν ως σκεύος εκλελεγμένον,
Χριστός τίθησιν εν ταμείω του πόλου.
Αύτη η Οσία νέα Παρασκευή, η μεγάλη αληθώς και περιβόητος εν γυναιξί, εγεννήθη εις ένα χωρίον της Θράκης, Επιβάται ονομαζόμενον, το οποίον ευρίσκεται κοντά εις την Σηλυβρίαν. Οι γονείς δε αυτής ήτον ευγενείς και ένδοξοι, έχοντες πλούτον και υποστατικά πάμπολλα. Περισσότερον δε ελάμπρυνεν αυτούς η ευσέβεια, και το να ονομάζωνται Χριστιανοί. Ούτοι λοιπόν γεννήσαντες την Αγίαν, πρώτον μεν εβάπτισαν αυτήν, έπειτα δε την εδίδαξαν κάθε αρετήν και κατά Θεόν κατάστασιν.
Όταν δε η κόρη έγινε δέκα χρόνων, επήγε μαζί με την μητέρα της εις την Εκκλησίαν της Θεοτόκου και ήκουσε τα λόγια ταύτα του θείου Ευαγγελίου· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Όθεν ευθύς οπού ευγήκεν από την Εκκλησίαν, απάντησεν ένα πτωχόν, και κρυφίως από την μητέρα της εκδυθείσα τα λαμπρά φορέματα οπού εφόρει, ένδυσε με αυτά τον πτωχόν. Αυτή δε πέρνουσα με μίαν σοφήν μέθοδον τα ευτελή ενδύματα του πτωχού, εφόρεσεν αυτά.
Όταν δε επήγεν εις τον οίκον των γονέων της, και εθεωρήθη ενδυμένη τα τοιαύτα πενιχρά φορέματα, πολλάς φοβέρας και δαρμούς έλαβεν από τους γονείς της, δια να μη κάμη ένα τοιούτον άλλην φοράν.
Η δε μακαρία, δύω και τρεις φοραίς έκαμε το ίδιον, και ενέδυσε τους πτωχούς με τα εδικά της φορέματα, καταφρονούσα τους φοβερισμούς των γονέων της. Όθεν τούτου χάριν, πάλιν εδάρθη από τους γονείς της, και υβρίσθη και φοβερισμούς πολλούς έλαβεν.
Έπειτα παραιτήσασα όλους, γονείς ομού και συγγενείς και δουλεύτρας, επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, και απόλαυσε τα της Κωνσταντινουπόλεως πνευματικά καλά, ήτοι τας εν αυτή ωραίας Εκκλησίας, τα των Αγίων τίμια λείψανα, και τας ευχάς και ευλογίας των εν Κωνσταντινουπόλει αγίων ανδρών. Και έτζι ευγήκε μεν από εκεί, και επήγεν εις την αντικρύ Χαλκηδόνα. Από την Χαλκηδόνα δε πάλιν, επήγεν εις την εν τη Μαύρη Θαλάσση Ηράκλειαν. Και οι μεν γονείς της εζήτουν την Αγίαν από τόπον εις τόπον, και από πόλιν εις πόλιν, και μη ευρόντες αυτήν εγύρισαν άπρακτοι και λυπηροί εις τον οίκον τους.
Η δε Οσία ευρούσα εις την Ηράκλειαν ένα Ναόν της Θεοτόκου, εμβήκεν εις αυτόν με πνευματικήν αγαλλίασιν. Και πεσούσα κατά γης, και το έδαφος βρέξασα με τα δάκρυά της, εκεί διέμεινε χρόνους ολοκλήρους πέντε, κάθε είδος αρετής μεταχειριζομένη η μακαρία, ήγουν προσευχάς, αγρυπνίας, στάσεις ολονυκτίους, νηστείας συνεχείς, στεναγμούς, δάκρυα, χαμαικοιτίας. Τις δε να διηγηθή την καθαρότητα της καρδίας της; ή τις να παραστήση την ταπείνωσιν του ήθους και φρονήματός της;
Επειδή δε επόθει η Οσία να ιστορήση τα Ιεροσόλυμα, και υπέρ τούτου παρεκάλει την Θεοτόκον: δια τούτο ευγαίνουσα από τον Ναόν εκείνον, επήγεν εις τους ποθουμένους τόπους των Ιεροσολύμων.
Αφ’ ου λοιπόν απόλαυσε την αγιότητα των σεβασμίων τόπων, τους οποίους οι άχραντοι πόδες του Κυρίου περιεπάτησαν, επέταξεν από εκεί ωσάν πουλίον, και επήγεν εις την έρημον του Ιορδάνου. Εκεί δε ευρίσκει ένα Μοναστήριον μοναζουσών γυναικών, μέσα εις το οποίον συναριθμεί και αυτή τον εαυτόν της. Όσους δε αγώνας εκεί εκατόρθωσεν η Αγία, δια μέσου των οποίων τελείως ενίκησε τον Διάβολον, οπού επολέμησεν αυτήν με διαφόρους πολέμους και πειρασμούς· τούτους, λέγω, δεν είναι δυνατόν να περιγράψη τινάς όλους. Όθεν ολίγα τινά εκ των πολλών, χάριν ενθυμήσεως, κοντά εις τα προειρημένα συνάπτομεν.
Εις το Μοναστήριον εκείνο ευρισκομένη η μακαρία, ποτόν της είχε το νερόν των πηγών, και αυτό πολλά ολίγον. Στρωμνήν είχεν ένα ψιάθιον. Φόρεμα δε, ένα υποκαμισάκι, και αυτό πενιχρότατον. Ο ψαλμός και ύμνος αδιάλειπτος ευρίσκετο εις τα χείλη της. Τα δάκρυα έτρεχον πάντοτε από τους οφθαλμούς της. Επάνω δε εις όλα αυτά ήνθει εν τη καρδία της η προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπη. Η δε κορυφή των αρετών της Οσίας ήτον η ταπεινοφροσύνη.
Μείνασα λοιπόν αύτη εις το Μοναστήριον εκείνο χρόνους πολλούς, όταν ήτον χρόνων εικοσιπέντε, ανεχώρησεν από εκεί και επήγεν εις την Ιόπην, ήτοι εις το νυν λεγόμενον Ιάφα, και εμβαίνουσα εις καΐκιον, επήγεν εις την πατρίδα της, αφ’ ου πρότερον εδοκίμασε φορτούνας πολλάς εις την θάλασσαν. Από εκεί δε, επήγε πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν. Και αφ’ ου απόλαυσε πάλιν τα εκείσε πνευματικά καλά, ανεχώρησεν εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Καλλικράτειαν.
Και εις τον εκεί Ναόν των Αγίων Αποστόλων προσμένει δύω ολοκλήρους χρόνους. Εκεί ουν η μακαρία ευρισκομένη, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Αγγέλων. Και δι’ αυτών ανήλθεν εις τας αιωνίους σκηνάς.
Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι πολλοί, ένας Χριστιανός εν κακίαις την ζωήν του διαπεράσας, απέθανε και ενταφιάσθη κοντά εις τον τάφον της Οσίας. Η δε Αγία φανείσα εις τον ύπνον ενός ανδρός Μοναχού θεοφιλούς, τας βρωμεράς, του είπε, σάρκας, σήκωσον από εδώ, και μάκρυνον από λόγου μου. Επειδή εγώ είμαι φως και ήλιος. Και δια τούτο δεν δύναμαι να υποφέρω κοντά μου το σκότος και την δυσωδίαν. Τούτο δε εποίησεν η Αγία δύω και τρεις φοραίς, φοβερίζουσα βαρέως τον Μοναχόν, και δείχνουσα τον τόπον με το ίδιόν της δάκτυλον, και εξ ονόματος αυτόν ονομάζουσα.
Εξυπνήσας δε ο Μοναχός, φανερόνοι το όραμα εις τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Οίτινες συναχθέντες, έσκαψαν την γην. Και πλησιάσαντες κοντά εις το λείψανον της Οσίας, εγέμισαν από ευωδίαν πνευματικήν. Όθεν ευρόντες το λείψανον αυτής σώον και ολόκληρον, εσήκωσαν αυτό με πολλήν ευλάβειαν, και το έφερον εις τον θείον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, με μύρα και θυμιάματα, και με ύμνους και ψαλμωδίας. Όσα δε θαύματα από τότε έως τώρα ενήργησε, και ενεργεί δια μέσου του αυτής λειψάνου ο των θαυμασίων Θεός, δύσκολον είναι να τα γράψη τινάς.
Διότι αυτό ιατρεύει χωλούς, κωφούς, παραλυτικούς, μισερούς, και κάθε άλλο πάθος και είδος θανατηφόρου ασθενείας. Το δε ιερόν αυτής και χαριτόβρυτον λείψανον, ευρίσκετο μεν πρότερον εις το Βελιγράδιον το υπό των Σέρβων εξουσιαζόμενον. Όταν δε το Βελιγράδιον εκυριεύθη από τους Αγαρηνούς, τότε και το άγιον αυτό λείψανον εφέρθη από αυτούς εις την Κωνσταντινούπολιν. Από δε την Κωνσταντινούπολιν εφέρθη εις το Γιάσιον της Μολδαβίας με τοιούτον τρόπον.
Εις τον καιρόν του Πατριάρχου Παρθενίου του Γέροντος (5), και Βασιλείου ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας εν έτει ͵αχμα’ [1641], υπέπεσεν εις χρέος βαρύτατον το Πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως.
Όθεν ο ρηθείς ηγεμών, έδωκεν άσπρα εις τον Πατριάρχην Παρθένιον με συμφωνίαν, δια να τω δώση το λείψανον της Αγίας. Ο δε Πατριάρχης ταύτα λαβών, δια να πληρώση το χρέος του Πατριαρχείου, εκρέμασεν από το τειχόκαστρον του Φαναρίου το άγιον λείψανον, και το έπεμψε κρυφίως εις το Γιάσιον. Εφοβείτο γαρ να το πέμψη φανερώς. Και ούτως αυτό απετέθη εις το Μοναστήριον των Τριών Ιεραρχών. Και εκεί ευρίσκεται έως του νυν, θαύματα πάμπολλα ενεργούν, εις δόξαν Θεού, και εις τιμήν της Αγίας (6). (Όρα εις τον γ’ τομ. του Μελετίου, σελ. 450).
(5) Ο δε Δοσίθεος, σελ. 1175, λέγει ότι ο Παρθένιος ούτος, δεν ήτον ο Γέρων, ο εν έτει ͵αχλθ’ [1639] πατριαρχεύσας. Αλλά ο νέος, ο πατριαρχεύσας εν έτει ͵αχμδ’ [1644], όστις και Γολιάθ επωνομάζετο.
(6) Η ασματική Ακολουθία της Αγίας ταύτης ευρίσκεται τετυπωμένη εν πολλοίς Ανθολογίοις και εν ιδιαζούση φυλλάδι, την οποίαν συνέγραψε Μελέτιος ο Συρίγου, ως εν αυτή σημειούται. Το δε Συναξάριον αυτής, συνέγραψεν Ευθύμιος ο Αρχιεπίσκοπος Τορνόβου, όστις συνέγραψε και τον Βίον του Οσίου Ιωάννου του κτίτορος της Μονής Ρίλας, ως τούτο αναφέρεται εν τω σλαβονικώ Συναξαριστή.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
14 Οκτωβρίου Των Αγίων Ναζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου και Κελσίου των Μαρτύρων, Κοσμά του ποιητού επισκόπου Μαϊουμά κ.ά.