Πολεμιστής είναι ο αείμνηστος Θανάσης Στανόπουλος, οι αναμνήσεις του οποίου παρουσιάζονται σε ένα κομψό βιβλίο με τίτλο: Γαιόσακοι και Γκράδες. (Εκδόσεις ΡΟΕΣ, Α’ έκδ. Νοέμβριος 2016, σελίδες 158).
Ο Ηπειρώτης Θαν. Στανόπουλος, γεωπόνος κατά το επάγγελμα υπηρέτησε ως Λοχίας στον Α’ Λόχο του Ε΄ Τάγματος Μηχανικού στο μέτωπο της Αλβανίας, όπου και κατέγραφε τις αναμνήσεις του. Αργότερα η εγγονή του, Σοφία Εμμ. Παντουβάκη, θυγατέρα του Ηρακλειώτη μηχανικού Μανώλη Παντουβάκη, εξέδωσε το βιβλίο που προαναφέραμε, διατηρώντας την γνησιότητα και την αυθεντικότητά τους και μένοντας πιστή στα κείμενα του παππού, χωρίς προσθήκες και αλλαγές.28η Οκτωβρίου 1940: Οι αναμνήσεις ενός πολεμιστή
Ας λεχθεί επίσης για τον Θαν. Στανόπουλο ότι αργότερα υπηρέτησε ως Γεωπόνος στη νεοσύστατη τότε Γεωργική Σχολή Ασωμάτων στο Ρέθυμνο, της οποίας διετέλεσε βασικό στέλεχος και πρωτεργάτης. Εξ όσων γνωρίζω μάλιστα ήταν ένας εξ αυτών που δίδαξαν για πρώτη φορά στην Κρήτη τηΝ παρασκευή της πασίγνωστης σήμερα ανά τον κόσμο κρητικής γραβιέρας, η οποία ως τότε ήταν άγνωστη στους κτηνοτρόφους της Κρήτης.
Πριν περάσομε όμως στην καταγραφή των αναμνήσεων του Θαν. Στανόπουλου επιθυμώ να τονίσω τη σημασία ενός τέτοιου βιβλίου. Σήμερα γίνεται λόγος για μικρή και μεγάλη ιστορία ή για ιστορία «εκ των άνω» και «ιστορία εκ των κάτω». Μέχρι τώρα γνωστή ήταν η ιστορία εκ των άνω. Η ιστορία δηλαδή γραφόταν με βάση τη δράση και τα κατορθώματα των μεγάλων ανδρών, τις επιτελικές κινήσεις και τους σχεδιασμούς των ηγετικών στελεχών του στρατού, της πολιτικής και της κοινωνίας εν γένει.
28η Οκτωβρίου 1940: Μια ημέρα μνήμης και εθνικής υπερηφάνειας
Τι συνέβαινε όμως στα χαμηλά επίπεδα, στον απλό λαό, τι αντίκτυπο είχαν όλα αυτά στον ευρύτερο πληθυσμό και πως διαμόρφωναν την καθημερινότητά του, αυτό ελάχιστα ενδιέφερε τους ιστορικούς παρά τη μεγάλη του σημασία. Βιβλία όπως αυτό για το οποίο γίνεται λόγος εδώ αποκτούν σήμερα ιδιαίτερη σημασία, γιατί καλύπτουν αυτό το τεράστιο κενό: Αποκαλύπτουν τις αόρατες πτυχές των γεγονότων και μας επιτρέπουν να τα δούμε μέσα από διαφορετική θέαση. Τούτο γίνεται ολοφάνερο από την ανάγνωση του παρόντος βιβλίου.
Στην παρουσίαση αυτή γίνεται προσπάθεια να παρατεθούν όσο το δυνατόν περισσότερα αυθεντικά παραθέματα, από τις αναμνήσεις του συγγραφέα. Ο συγγραφέας αρχίζει να περισυλλέγει και να καταγράφει τα γεγονότα από την ώρα της κήρυξης του πολέμου, όπως τα βίωσε στο μικρό του χωριό: «Τα ραδιόφωνα των καφενείων της πλατείας {…} μετέδιναν σε όλους τους τόνους πότε τον Εθνικό Ύμνο, πότε νεότερες ειδήσεις και πότε εμβατήρια πολεμικά και άλλα θούρια. Κουβέντες, υποθέσεις, φωνές, ζητωκραυγές, εκδηλώσεις, βρισιές και κατάρες γέμιζαν τη βαρυμένη ήδη από τα ουρλιαχτά των ραδιοφώνων ατμόσφαιρα και μια κατάσταση εκρηκτική είχε γεμίσει τον γύρω χώρο» (σελ. 30).28η Οκτωβρίου 1940: Οι αναμνήσεις ενός πολεμιστή
Κι εκεί που ξεχείλιζε ο θυμός και η απογοήτευση του οργισμένου πλήθους, ακούστηκε ξαφνικά βόμβος αεροπλάνων από την πλευρά του Ιονίου Πελάγους και ταυτόχρονα μια φωνή τρόμου διέσχισε την ταραγμένη ατμόσφαιρα: «Ιταλικά αεροπλάνα … κρυφτείτε!!! Και μονομιάς όλη αυτή η ανθρωπομάζα όλο αυτό το λεφούσι γίνηκε καπνός. Χάθηκε στη στιγμή μέσα στα στενοσόκακα και στις γράνες και στο λεπτό η πλατεία έμεινε άδεια» (σελ. 31) .
Ύστερα έρχεται η είδηση: Επιστράτευση. Και όπως αναφέρθηκε ο συγγραφέας κατατάχθηκε στο μηχανικό με το βαθμό του Λοχία. Η αποστολή τους ήταν κυρίως να κλείνουν τα λαγούμια και να επιδιορθώνουν δρόμους που χάλαγαν τα κανόνια, τα δικά μας ή του εχθρού. Πολύ συχνά επίσης οι Ιταλοί οπισθοχωρώντας ανατίναζαν γέφυρες για να ανακόψουν την πορεία του ελληνικού στρατού και να αποφύγουν την καταδίωξη. Το μηχανικό έπρεπε να σπεύσει επειγόντως για να αποκαταστήσει γέφυρες και δρόμους. Έτσι υπήρχαν διαρκείς μετακινήσεις ανάλογα με τις ανάγκες.
Να τις αυθεντικές μαρτυρίες του Λοχία Στανόπουλου: «Κάτω από το βάρος των γυλιών και του συνεχιζόμενου χιονιού, τυφλωμένοι από την απέραντη λευκότητα του γύρω γυμνού και βραχώδους τοπίου, προχωρούσαμε πότε σιωπηλοί, κλεισμένοι στον εαυτό μας και πότε πετώντας κάποιο πείραγμα ή αστείο για να σπάσουμε τη μονοτονία της ατελείωτης και κουραστικής πορείας. Στα βόρεια βαθιά ακούγονταν ο αχός των κανονιών και το απαίσιο κροτάλισμα των πολυβόλων και των μυδραλιοβόλων» (σελ. 47).
Και αλλού: «Φορτωμένοι όπως πάντα το γυλιό {…} σκυφτοί από το βάρος του, όλο και ανεβαίναμε στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου, για να περάσουμε αργότερα τον κατήφορο προς τα πεδινότερα και να φτάσουμε κατάκοποι, χιονισμένοι, με μουσκεμένες αρβύλες και γκέτες, σε μια κωμόπολη {…} (σελ. 57). Ή αλλού πάλι: «Σε μία ώρα ακριβώς ξεκινήσαμε. Όλη τη νύχτα -σκοτάδι πίσσα- βαδίζαμε και κατά τα ξημερώματα πλησιάσαμε στην Κλεισούρα, που λίγες ώρες νωρίτερα είχε καταληφθεί από το στρατό μας, ο οποίος προχωρούσε κυνηγώντας τους Ιταλούς (σελ.69)».
Στις 28 Οκτωβρίου η πανάρχαια μνήμη των αγώνων του Έθνους ξύπνησε ξανά
Κι ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίσει την αθλιότητα που βίωνε με τον εξοπλισμό του στρατού μας. Ενώ συχνά γίνονταν από την κυβέρνηση έρανοι και περικοπές μισθών από τους υπαλλήλους (ο ίδιος αναφέρει προσωπική του εμπειρία) για ενίσχυση του στρατού, όταν κλήθηκαν να πολεμήσουν τον εχθρό, έπρεπε να τον αντιμετωπίσουν κάνοντας αναχώματα προστασίας σε απλούς σάκους τους οποίους γέμιζαν με χώμα (γαιόσακους) και με πανάρχαια τυφέκια, τους γκράδες, που η ονομασία τους ήταν ήδη από τότε ταυτόσημη με το παλιό, το ξεπερασμένο και το πανάρχαιο. Όμως ό,τι η κρατική μέριμνα άφησε λειψό, το αναπλήρωνε η γενναιότητα των φαντάρων μας.
Αυτοί με το θάρρος και την απαράμιλλη γενναιότητά τους ανάγκαζαν τους Ιταλούς να οπισθοχωρούν διαρκώς αφήνοντας πίσω τους λάφυρα και οπλισμό πολύτιμο για τους Έλληνες φαντάρους. Ας αφήσομε τον συγγραφέα να μας μιλήσει με βάση ένα μόνο παράδειγμα, την κατάληψη ενός λόφου. Ενώ οι Έλληνες φαντάροι δεν είχαν συχνά απλούς γαιόσακους για να κατασκευάσουν την οχύρωσή τους, από την πλευρά των Ιταλών «η οχύρωση {του λόφου} ήταν τόσο τεχνική και με τέτοιο εξοπλισμό, που κάθε επιχείρηση για κατάληψή του θα πληρωνόταν με πολύ αίμα χωρίς αποτέλεσμα.
Χαρακώματα, αμπριά, άλλα χτιστά και άλλα σκαφτά ανάμεσα στο χώμα και τους βράχους, χτιστά πολυβολεία ισχυρότατα, απείραχτα, έμοιαζαν να παραιτήθηκαν βιαστικά και χωρίς να χρησιμοποιηθούν. Πολυβόλα, με τις ταινίες και τα φυσίγγια απείραχτα μέσα στο κιβώτιο. Όπλα πάσης φύσεως γέμιζαν γύρω τον τόπο. Όλμοι ατομικοί και υπηρετούμενοι, με γύρω τους κιβώτια γεμάτα βλήματα, χειροβομβίδες αμυντικές και επιθετικές γέμιζαν τα άδεια από ανθρώπους οχυρά» του συγκεκριμένου λόφου (σελ.79).
Αυτός ήταν ο άνισος αγώνας που διεξαγόταν τότε. Μα υπήρχε και μια άλλη κοινώς αποδεκτή διαφορά που αναφέρεται επίσης με έμφαση από τον συγγραφέα: Οι Ιταλοί στρατιώτες δεν είχαν καμιά διάθεση για πόλεμο. Σύρθηκαν σ’ αυτόν επειδή το θέλησε ένας παρανοϊκός δικτάτορας, ο Μουσολίνι. Οι Έλληνες φαντάροι, αντίθετα, είχαν τη γεύση ενός άδικου και αναίτιου πολέμου στον οποίο έπρεπε πάσει θυσία να αντισταθούν.
Και το έπραξαν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο αγώνας ήταν απλός και εύκολος και ότι οι Έλληνες φαντάροι είχαν να τελέσουν έναν απλό περίπατο. Χρειάστηκε να παλέψουν με σκληρές και αντίξοες συνθήκες, όπως προκύπτει από τα παρακάτω αυτούσια παραθέματα: «Το ποτάμι με μια τρομερή κατεβασιά είχε καλύψει όλη την κοίτη σε πλάτος πεντακοσίων και πλέον μέτρων.
Μια κατεβασιά που πάνω στα θολά της νερά άλλο παράσερνε στο κύλισμά της ό,τι έβρισκε μπροστά της: Κούτσουρα, πτώματα σκοτωμένων στρατιωτών, αλόγων, μουλαριών, τροχούς αμαξιών και ό,τι βρισκόταν μπροστά της». (σελ.84) Και κάτι ακόμη που μας είναι γενικά γνωστό επιβεβαιώνεται όμως ακόμη μια φορά από την αυθεντική μαρτυρία του συγγραφέα: «Ήταν ακόμη κάτι ψείρες μικρές, σαν μικρά μυρμηγκάκια {…}Αυτές χώνονταν παντού, ακόμα και στα μάτια, και προκαλούσαν φαγούρα αβάσταχτη.
Τα κορμιά μας τα είχαμε γδάρει κυριολεκτικά από το πολύ ξύσιμο. Όσο κι αν μαζεύαμε από δαύτες και τις σπάζαμε με τα νύχια μας, ή ανάβοντας φωτιές, τινάζαμε τα ρούχα μας πάνω από αυτές και τις καίγαμε όπως έπεφταν σωρηδόν, δεν κάναμε τίποτα. Μία σκοτώναμε εκατό βγαίνανε από τις κόνιδες, που είχανε φροντίσει να εφοδιάσουν το ρουχισμό μας και κάθε τριχωτό μέρος του κορμιού μας» (σελ. 85).
Απαραίτητο θεωρώ να γίνει μια αναφορά στην αλληλεγγύη που κυριαρχούσε μεταξύ των μονάδων του Ελληνικού στρατού όπως ομολογεί ο συγγραφέας: «Έτρεξα στη σκηνή με τα τρόφιμα, να δω τι μπορούσα να εξοικονομήσω για το Λόχο. Τίποτε. Ευτυχώς δίπλα μας ήταν ο εφοδιασμός της Μεραρχίας Κρητών.
Σκέφτηκα να στείλω τον μπαρμπα-Αναστάση. Κι ο μπαρμπα-Αναστάσης τα κατάφερε {…}. Και ψωμί και τυρί και ό,τι άλλο υπήρχε στον εφοδιασμό Κρητών το προμηθεύτηκε και ξεπεράσαμε τη δύσκολη στιγμή»(σελ. 107). Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμη για το βιβλίο. Δυστυχώς για οικονομία χώρου πρέπει κάπου εδώ να σταματήσω. Θα ήταν όμως παράλειψη να μεν επαινέσω τα καλά ελληνικά του συγγραφέα. Η χρήση της γλώσσας είναι σπάνια και το βιβλίο διαβάζεται απνευστί.
Θα αδικούσα ωστόσο τους επιμελητές της έκδοσης αν δεν έκανα μικρή αναφορά στις διευκρινιστικές σημειώσεις που παραθέτουν στο τέλος του βιβλίου. Όλες είναι πολύ προσεγμένες και κάποιες από αυτές θυμίζουν μικρές πραγματείες. Και κάτι τελευταίο: Αν επρόκειτο κάποτε να γράψω σχολικό βιβλίο, θα χρησιμοποιούσα σίγουρα αποσπάσματα από το έντιμο και καλογραμμένο αυτό βιβλίο.
*Ο Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης