Η Μάνα με τις χίλιες αγκαλιές, η ζωή και η ελπίδα του κόσμου [π. Ιωάννης Καλογερόπουλος]
Συναχθήκαμε κι απόψε, αδελφοί χριστιανοί, στον πάνσεπτο αυτό Ιερό Ναό της Παναγίας μας, της επονομαζόμενης Φανερωμένης, για να αποδώσουμε ευχαριστήριους ύμνους και ωδές πνευματικές στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου μας
Εορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου, την Κοίμηση της μεγαλύτερης από όλους τους Αγίους της Εκκλησίας μας, της Παν-Αγίας μας. Της μάνας με τις χίλιες αγκαλιές, όπως την έχει αποκαλέσει ο λαός μας, θέλοντας ακριβώς να περιγράψει τη μεγάλη στοργή, με την οποία σκέπει και προστατεύει τα παιδιά της, σ’ όλους τους αιώνες.
Μια κοίμηση, ένας θάνατος, που έδωσε σ’ όλους τους ανθρώπους, μια πολύ μεγάλη χαρά. Τη χαρά ότι πλέον κοντά στον θρόνο της αγάπης του Χριστού, υπάρχει για όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, μεσίτρια ισχυρή, ικανή να μεταφέρει κάθε φορά τα αιτήματα της προσευχής μας, τους πόνους, τα δάκρυα και τις ικεσίες μας στο θρόνο του Θεού.
Μια κοίμηση, ένας θάνατος που φέρνει σ’ όλους τους χριστιανούς μια μεγάλη χαρά, σε αντίθεση βέβαια με κάθε λογής άλλο θάνατο, που σκορπίζει στις ψυχές όλων μας, πίκρα, πόνο και απελπισία.
Θάνατος όμως δεν είναι μόνο η αναχώρηση ενός ανθρώπου από αυτό τον κόσμο, αλλά και κάθε τι που μας απομακρύνει από τον Θεό και το συνάνθρωπο και, δυστυχώς, η κοινωνία μας σήμερα ζει, έντονα και έντρομα αυτή τη θανάσιμη απομάκρυνση από τον Θεό και το συνάνθρωπο. Ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά γύρω μας και θα βεβαιωθούμε για του λόγου το αληθές.
Η Μάνα με τις χίλιες αγκαλιές, η ζωή και η ελπίδα του κόσμου [π. Ιωάννης Καλογερόπουλος]
Κοιτάξτε γύρω μας. Πεθαίνει η κοινωνία μας. Μια κοινωνία χωρίς υψηλά ιδανικά και αξίες. Πεθαίνει ο αιώνας μας, ένας αιώνας που θεοποίησε την ανθρώπινη σάρκα και την ανθρώπινη λογική. Πεθαίνει ο πλανήτης μας (όπως τουλάχιστον μας λέει η επιστήμη και εμείς παραδεχόμαστε) αφού, χωρίς λογική, παράλογα και άσκοπα, θελήσαμε να εκμεταλλευτούμε τη φύση, τη δημιουργία του Θεού, η οποία τώρα με τη σειρά της μας τιμωρεί. Ρύπανση του περιβάλλοντος, πυρηνικές δοκιμές, ανθρώπινα ολοκαυτώματα…
Πεθαίνουν οι πόλεις μας, αυτές οι πόλεις που τις πλημμυρήσαμε με τα μεγάλα τσιμεντένια κουτιά, με τους μικρούς δρόμους και το ελάχιστο πράσινο, με τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που είναι υποχρεωμένοι να ζήσουν σε μια πόλη, που δεν την αγάπησαν ποτέ, γιατί δεν γεννήθηκαν και δεν μεγάλωσαν σ’ αυτήν κι έτσι δεν την ένοιωσαν ποτέ για δική τους πόλη.
Πεθαίνουμε μέσα, στην αδιαφορία και την ψυχρότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Νοιώθουμε παντέρημοι στις μεγαλουπόλεις των εκατομμυρίων πολιτών. Δεν επικοινωνούμε πλέον με το συν-άνθρωπο, δεν κουβεντιάζουμε μαζί του, δεν κλαίμε και δεν χαιρόμαστε μαζί του, ακόμα κι αν μένουμε στο ίδιο σπίτι ή στην ίδια γειτονιά. Πλέον δεν μπορούμε να αντικρίσουμε το πρόσωπο του συνανθρώπου, του αδελφού. Στα μάτια του δεν μπορούμε να ξεχωρίσομε κανένα άλλο μήνυμα, παρά μόνο την έκφραση αυτού του θανάτου να ζωγραφίζεται στο δικό του πρόσωπο, και στο δικό του χαμόγελο πολλές φορές.
Πεθαίνει ο ιερότατος θεσμός της οικογένειας. Αυτός ο θεσμός τον οποίο σεβάστηκαν οι αιώνες, σήμερα αμφισβητείται και καταλύεται. Η οικογένεια πλέον δεν συναντιέται, δεν επικοινωνεί, δεν συζητά, δεν συντρώγει, δεν λύνει τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ξέρει καλά μόνο τα δικαιώματά της και σχεδόν τίποτε από τις υποχρεώσεις της, αφού έχει βολευτεί σε μια ξενοδοχειακή σχέση.
Πεθαίνουν ακόμα τα νιάτα μας, τα νιάτα της πατρίδος μας και του κόσμου όλου. Αυτά τα νιάτα που κάποτε ήταν οργισμένα και επαναστατημένα, σήμερα έγιναν απελπισμένα και γηρασμένα, που πλέον δεν τολμούν να πιστέψουν σε τίποτε και σε κανέναν, γιατί όλοι τους πρόδωσαν. Δώσαμε στους νέους μας, δυστυχώς (και πρέπει να το παραδεχτούμε αυτό αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς πρώτα με τον εαυτό μας και στη συνέχεια με τον Θεό) ένα ψεύτικο κόσμο για να πιστέψει, και τώρα βέβαια μας τον επιστρέφουν, γεμάτο καταστροφή και απελπισία.
Κρύψαμε από τους νέους μας τα αληθινά πρότυπα και τους δώσαμε είδωλα για να πιστέψουν. Είδωλα βουτηγμένα στην απάτη αυτού του κόσμου. Τώρα οι νέοι μας επιστρέφουν απλά και μόνον ψυχρούς αριθμούς: 70.000 καινούριοι χρήστες ναρκωτικών στη πατρίδα μας τη χρονιά που μας πέρασε. Και η ευθύνη είναι όλων μας.
Και λοιπόν; Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν απομένει τίποτε, που να θυμίζει παρηγοριά και ελπίδα, που να θυμίζει χαρά και ζωή;
Για τον άνθρωπο που αργοφέρνει τα βήματά του μακριά από τους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας, δυστυχώς δεν μένει τίποτε, παρά μόνο η συνέχεια αυτού του θανάτου.
Για τον ορθόδοξο όμως χριστιανό, αυτή τη μικρά ζύμη, το άλας της γης, το ικανό -ωστόσο- να νοστιμίσει την αγριότητα αυτού του κόσμου, γι’ αυτόν που απόψε μέσα στον ορθόδοξο Ναό απανταχού της γης, υπάρχει η ελπίδα στο πρόσωπο της Μητέρας του Θεού και των ανθρώπων, της Παναγίας Μητέρας που έφερε στον κόσμο την σαρκωμένη ελπίδα, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, παραμένει και θα παραμένει η μοναδική ελπίδα, το στήριγμα και η παρηγοριά του ανθρώπου.
Εκείνη που είναι ο γλυκασμός των αγγέλων, μπορεί να γίνει, αν το θελήσουμε και εμείς, ο γλυκασμός των ανθρώπων.
Εκείνη που βρίσκεται στο θρόνο του Υιού και Θεού της, βρίσκεται και κοντά μας για να φωτίζει τα σκοτάδια μας.
Εκείνη είναι κοντά μας, για να μας δείχνει πως Εκείνος –ο Υιός της- είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή και η ελπίδα και η σωτηρία μας.
Στ΄αλήθεια, το ανθρώπινο γένος δεν έχει τίποτε άλλο περισσότερο ανάγκη απ’ το να νοιώσει πως υπάρχει ελπίδα για αυτόν τον κόσμο. Κι όσο έχουμε τις πρεσβείες των Αγίων της Εκκλησίας μας και εξαιρέτως της Υπερευλογημένης Δεσποίνης Υμών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, τότε μπορούμε να πιστεύουμε πως ναι, υπάρχει ελπίδα σ’ αυτό τον κόσμο.
Εκείνο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι, ότι ο άνθρωπος της λογικής και της τεχνολογίας δεν είναι πανίσχυρος, αλλά γίνεται πανίσχυρος όταν τον επισκιάζει η χάρις του Θεού.
Από κει και πέρα όλα τα άλλα ανήκουν σ’ Εκείνη, τη Θεομήτωρα, που βρίσκει πάντα τον τρόπο και τον δρόμο να μεταφέρει στον Θεό-Πατέρα μας το κλάμα της καρδιάς μας, την αναζήτηση της ψυχής μας, τους πόνους και τους πόθους μας, τις προσευχές και τα δάκρυά μας, τις αποτυχίες και τις επιτυχίες μας. Βρίσκει τους τρόπους και τους δρόμους να μεσιτεύσει για όλους μας, για τη ζωή μας και για τη σωτηρία μας.
«Εν τη κοιμήσει τον κόσμον, ου κατέλειπες Θεοτόκε». Αυτή είναι μεγαλύτερη αλήθεια που βιώνουμε όλοι οι «εν πίστει προστρέχοντες» σ’ Αυτήν, αγαπητοί μου αδελφοί.
Δεν μας εγκατέλειψε η Θεοτόκος! Αρκεί μόνο να μην την εγκαταλείπουμε ποτέ κι εμείς, ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε αληθινά και όμορφα, με όλο το νόημα που κρύβει η λέξη «ζωή».
Ας βρούμε λοιπόν τη δύναμη να φέρουμε στις καρδιές και στα χείλη μας το λόγο του Θεού και, μαζί με τον υμνωδό, ας αναφωνήσουμε, με μια φωνή που βγαίνει από όλο μας το είναι, από όλη μας την ύπαρξη: «Την πάσαν ελπίδα μας εις σε ανατιθέμεθα, Μήτερ του Θεού του Υψίστου, φύλαξαν ημάς υπό την σκέπην σου.»
Εκφωνήθηκε στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης Χολαργού. Εσπερινός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, 2004