Ποιήματα Για Το 1940
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)»
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγησε η Πίνδος
σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
«Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες στα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
κι αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες τα σύννεφα
χανόταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ»
(Οχτώβρης 1940)
Ακέρια η γης εσείστηκε κι εβρόντηξε όλη η πλάση –
μια φούχτα άνθρωποι ανίσκιωτοι, μες σε μια φούχτα τόπο,
κάτι σπασμένα μάρμαρα, κάτι φαρδιά πλατάνια,
μόνο μπαρούτι τους το φως και σκάγια τους οι ελιές τους
και δίπλα τους η Παναγιά, κι η Λευτεριά μπροστά τους
να φέγγει απ’ το βαθύ καημό κι απ’ τα πορτοκαλάνθια.
Κι εκεί, στου δρόμου το σταυρό, στο μυστικό δαφνώνα,
να οι Θερμοπύλες έτοιμες, να και το Εικοσιένα,
όρθια τ’ αλέτρια κι οι πηγές, όρθιοι κι οι αποθαμένοι,
η Ελλάδα η μυριοπίκραντη με τα γαλάζια μάτια,
μ’ ένα σταμνί στην κεφαλή, μ’ ένα σπαθί στο χέρι,
κι απάνου στο χωμάτινο σπασμένο κεραμίδι
δυο καρβουνάκια κόκκινα κι ένα κουκκί λιβάνι,
η φλόγα της καλής αντρειάς, του δίκιου ο δυναμίτης –
κι ακέρια η γης εβρόντηξε κι ο κόσμος εφωτίστη.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»
Σειρήνα που στριγγά σκούζεις, σκληρίζεις πάλι,
σαν κουκουβάγιας θρήνος λάλησες αυγή.
Σ’ ενός πρωινού σε πρωτακούσαμε τη ζάλη
και πέντε χρόνια ακέρια έχουν βγει.
Κίνησαν τότε κατ’ εμάς τα εκατομμύρια
κι οι λόγχες που θα μας τσακίζαν τα πλευρά,
μα δεν αργήσαν ν’ ακουστούν τα νικητήρια
με το δικό μας τον «αέρα!» βροντερά.
Γεια σας, της Αλβανίας απλόκαρδοι φαντάροι,
που ανήξεροι νικήσατε όλα τα στοιχειά
και που χωρίς νεφέλη δόξας να σας πάρει
δε θα ’χετε ποτέ απ’ το έθνος αστοχιά.
Γεια σας κι οι κουβαλήτρες, οι παλληκαρούδες
γυναίκες απ’ την Πίνδο, η ρίζα κι η ψυχή,
θα’ χουν να λεν οι νιοι σα γίνουνε παπούδες
για κείνο το κατόρθωμά σας στην αρχή.
Γεια σου, ήρωα στρατέ, γεια σου λαέ πατριώτη,
που ενώ στην άκρη σ’ είχαν φέρει του γκρεμού,
στερεώθηκες στη γη και τίναξες την πρώτη
κλωτσιά του απάνθρωπου, υπερόπτη Φασισμού.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»
Μπρος στα χαλύβδινα άρματα ολοένα
των τυράννων που ερήμωση σκορπίζουν
έθνη – μικρά ή μεγάλα – τρομαγμένα
σαν ανεμόδαρτα κλαριά λυγίζουν.
Εσύ μονάχα, Ελλάδα, την ωραία
την κεφαλή σου υψώνεις. Τα παιδιά σου,
όπως στα χρόνια των Περσών τ’ αρχαία,
παίρνουν φτερά, πετούν στα σύνορά σου.
Και ξάφνου ο χρόνος όλος, που τη φρίκη
της συντριβής σου τρέμει, χαρμοσύνων
στροφές ακούει παιάνων για τη Νίκη –
τη νίκη των ασύγκριτων Ελλήνων.
Ω, χαίρε, χαίρε, Ελλάδα δοξασμένη
στα Μεσολόγγια και στους Μαραθώνες.
Σύμβολο τ’ όνομά σου ήταν και μένει
της Λευτεριάς ανάμεσα στους αιώνες!
ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»
Ποιος ειν’ ο γίγαντας λαός, που η μπόρα δεν τον σκιάζει
κι από το μόχτο ορθώνεται κι ορμά μες το χαλάζι;
Τον βλέπω, φτάνει απ’ τα νησιά τα θαλασσοδαρμένα
θολό ποτάμι απ’ τα βουνά χυμάει τα χιονισμένα.
Τ’ αλέτρι του καταμεσίς κάτω στον κάμπο αφήνει.
Την ήσυχη πετά ζωή και τ’ αργαστήρι κλείνει.
Κι ορμά φωτιά μες τις φωτιές με στέρεο βήμα αντρίκιο
για της πατρίδας την τιμή, για λευτεριά, για δίκιο.
Της Πίνδου αστράφτουν οι κορφές, βροντά τ’ αστροπελέκι.
Τα στήθια ηφαίστεια γίνονται, χαμός τ’ απλό ντουφέκι.
Εδώ η ψυχή μας άναψε, γιγάντια καίει λαμπάδα
για σε, ακριβή μας Λευτεριά, για σένα, Ελλάδα, Ελλάδα.
ΓΙΑΝΝΗΣ Π. ΤΖΗΚΑΣ, «ΟΧΤΩΒΡΗΣ 1940»
Ήταν η μέρα εικοσιοχτώ
του Οχτώβρη του Σαράντα
κι ήταν της μοίρας μας γραφτό
στο νου μας να γραφτεί για πάντα.
Τη μέρα αυτή την ιερή
ζητούν να μπουν οι Ιταλοί
να πάρουν την Ελλάδα.
«ΟΧΙ!» φωνάζει ο λαός
και σειέται ο πάνω κόσμος
«ΟΧΙ!» φωνάζει κι ο στρατός
και τρέμει ο κάτω κόσμος.
Ορμούν οι Έλληνες μπροστά
σαν τίγρεις, σα λιοντάρια
ακλοθούν αντρίκεια, ηρωικά
κλεφτών κι αρματολών τα χνάρια.
Και πα στις Πίνδου τις κορφές
σε διάσελα, σε ρουμάνια
της νίκης ακούστηκ’ ιαχή
να σκίζει τα ουράνια:
«αέρα! αέρα! αέρα!»
την πήρε ο άνεμος μακριά
την πήγε πέρα ως πέρα.
Και μες στους πάγους, στο χιονιά
στήσαν χορό της λευτεριάς
του Διάκου τα εγγόνια
χαρίσαν στους κατοπινούς
δόξα, τιμή αιώνια!
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ 1940»
Τι εποχή εκείνη του Σαράντα!
Έβρεχαν άστρα οι ουρανοί
και χύνονταν από χιλιάδες στόματα
το χρυσάφι των λέξεων
Τα παλικάρια γράφανε στα μέτωπα
τα πιο ωραία ποιήματα
Δεν υποτεύονταν
πως ήταν μια παρένθεση
ένα παιχνίδι στον καθρέφτη των νερών
μια λάμψη μόνο που άλλαζε
τα βάτα σε σμαράγδια και τριαντάφυλλα
Ασύνορη ήταν η ζωή
Ουρανοδρόμοι της ελπίδας
σημαδεύαν όνειρα
γράφαν πρωτάκουστα ποιήματα
με λέξεις βόλια λέξεις πυρκαγιές
λέξεις φιτίλια στους αστερισμούς
του στίχου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό
της Αλβανίας» (απόσπασμα)
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
………………………………………….
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ, «ΟΙ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ»
Κι αν ακόμη μπορούσαμε να λησμονήσουμε μια μέρα
πως μέσα μας κυκλοφορούν οι Μαραθωνομάχοι μας
κι οι Σαλαμινομάχοι μας, κι αν ακόμη σκοτεινιάζαμε
τη μεγάλη κατατρόπωση των Μήδων από τους Λακεδαιμονίους
Έλληνες στην περίφημη μάχη των Πλαταιών μας, έχουμε
να θυμηθούμε, να θυμόμαστε τους πατέρες μας και τους πάππους μας
που κίνησαν στο Σαραντάπορο και στο Σκρα, στα Γιαννιτσά,
στα Γιάννενα και στο Κιλκίς και στο Λαχανά.
Κι ακόμη μπροστά μας έχουμε τους κρυοπαγημένους μας
στρατιώτες, που έχασαν τα πόδια τους στ’ Αλβανικά βουνά,
για να μπορούμε να περπατούμεν εμείς το δικό μας, το τέλειο
περπάτημά μας ελεύθερον από το σκυμμένο βάδισμα
της κάθε ξένης υποτέλειας.
Κι εκείνους έχουμε τους χιονισμένους μας στρατιώτες
της Αλβανίας. Δε γύρισαν εκείνοι στη γαλάζια μας πατρίδα,
για να ντυνόμαστε οι μεταγενέστεροι εσείς κι εμείς
το ηρωικό τους το παράδειγμα καθώς ένα επανωφόρι
για τον κάθε χειμώνα των γεγονότων μας ζεστό και καθαρό,
ζεστό, πολύ ζεστό και καθαρό,
για να νικούμε πάντοτε όρθιοι τον κάθε δύσκολο καιρό.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ»
Σ’ όλη μου τη ζωή, ήμουν στον πόλεμο.
Μέσα σε χαρακώματα, γιομάτα βροχή
όταν έβγαινε ο ήλιος. Τη νύχτα, περνούσα ποτάμια.
Στο ένα μου χέρι, στο ένα μου πόδι, στο μέτωπο, επίδεσμοι.
Στο άλλο μου χέρι, στο άλλο μου πόδι, στο στήθος μου, λάσπες.
Στα μάτια μου, μόνο σιωπή και παράπονο.
Στα χείλη μου ανάμεσα ένα τριαντάφυλλο
κι απ’ αυτό, κρεμασμένο, σαν ένας γυλιός
με τα υπάρχοντα όλης μου της ζωής εδώ κάτω,
ένα χαμόγελο.
*Όλα τα ποιήματα είναι από το βιβλίο, «Σύγχρονη σχολική ανθολογία», των Γιάννη Τζήκα – Τάσου Γούκου, εκδ. ΑΤΡΑΠΟΣ