Το σπίτι του Κανάρη στην Κυψέλη

Στην οδό Κυψέλης ήταν πασίγνωστο το σπίτι του Κανάρη. Στον τοίχο της πρόσοψης μια μαρμάρινη επιγραφή διαιώνιζε τη μνήμη του θανάτου του.

ΕΝΤΑΥΘΑ ΕΖΗΣΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1877 ΑΠΕΘΑΝΕΝ
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ

Το σπίτι και το κτήμα που το περιέβαλλε δώρισε η ελληνική κυβέρνηση στον Κανάρη, για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του, ως ελάχιστο φόρο ευγνωμοσύνης για την προσφορά του στον απελευθερωτικό αγώνα. Ο ίδιος ο Κανάρης είχε ζητήσει να είναι στην εξοχή. (Η πυκνοκατοικημένη Κυψέλη κάποτε ήταν εξοχή!) Εκεί έζησε από το 1853 μέχρι τον θάνατό του.
Το σπίτι και το κτήμα κληρονόμησε η ανιψιά του (ή εγγονή του) Αθηνά Κανάρη και δόθηκε ως προίκα στον σύζυγό της δικηγόρο Θεοφ. Μπαλτή. Από την οικογένεια Μπαλτή δόθηκε ως προίκα στην ψυχοκόρη τους, που παντρεύτηκε τον υδραυλικό Αντώνιο Μαούτσο από την Ύδρα.

Το προικώο βαρυνόταν με χρέος 253.000 δραχμών. Παρ’ όλο που ο Μαούτσος κατόρθωσε να μειώσει το χρέος στις 84.000 δραχμές, το ακίνητο κινδύνεψε. Στο Δελτίο Δικαστικών Αποφάσεων ανακοινώθηκε ότι την Κυριακή 22 Ιουνίου 1930 το σπίτι και το κτήμα θα έβγαιναν σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό.
Παραμονές του πλειστηριασμού κάποιες εφημερίδες ενδιαφέρθηκαν κι έγραψαν για το εθνικό κειμήλιο που θα έβγαινε στο σφυρί και μάλιστα την εποχή που το ελληνικό κράτος γιόρταζε την εκατονταετηρίδα του.

Το σπίτι σώθηκε την τελευταία στιγμή, χάρη στα χρήματα που έστειλε από την Αμερική ο αδερφός του ιδιοκτήτη.
Ο Μαούτσος είχε βρει διάφορα ενθύμια του Κανάρη.
«Αν βρήκα, ρωτάτε; Βρήκα και πολλά μάλιστα. Το κρεβάτι του ήρωος, τα κλινοσκεπάσματα, πολλά χρυσαφικά και ασημικά, πιστόλες, σπάθες, στολές, γράμματα, βιβλία, το γραφείο του, το μελανοδοχείο του, πολλά θαλασσινά πράγματα, πολυθρόνες, εικόνες πολλές, καθίσματα και χίλια δυο άλλα πράγματα που δεν τα θυμάμαι τώρα».
Δεν πούλησε κανένα.
«Δεν πούλησα τίποτα απολύτως. Τα ’φερα όλα στο σπίτι της μάνας μου και τα φυλάγω σαν την ψυχή μου. Ακούς, λέει, να πουλήσω πράγματα του Κανάρη! Θεός φυλάξοι! Άκου να δεις τι έκαμα. Ούλα αυτά τα μάζεψα και τα ’καμα κρεβάτι του γιού μου. Μ’ έπιασε ένας φόβος ότι θα μου τα κλέψουν».

READ  Τελευταία μέρα του Γενάρη! Καλημέρα σε όλους και καλή Τετάρτη!

Ύστερα από αυτή την περιπέτεια, ο Μαούτσος αποφάσισε να πουλήσει το ακίνητο. Το κράτος ενδιαφέρθηκε και προσφέρθηκε να αγοράσει το σπίτι και μια έκταση 900 πήχεων γύρω από αυτό. Το κτήμα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με την επιτροπή απαλλοτριώσεων. Ο Μαούτσος ζητούσε τρία εκατομμύρια για όλο το κτήμα και 1.300.000 για το σπίτι και το τμήμα του κτήματος που ήθελε ν’ αγοράσει η επιτροπή. Η επιτροπή επέμεινε ότι δεν δίνει πάνω από 900.000 δραχμές και σταμάτησε απότομα τις διαπραγματεύσεις.
Ο Μαούτσος, αφού μάταια προσπάθησε να έρθει σε επαφή με την επιτροπή για να επαναληφθούν οι διαπραγματεύσεις, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το ακίνητο και άρχισε τις επισκευές. Άνοιξε πόρτα στην πρόσοψη και τροποποίησε σε κατάστημα την ισόγεια αποθήκη για τις ζωοτροφές. Εκεί στεγάστηκε ζαχαροπλαστείο.
Στη συνέχεια έκανε επισκευές στον πάνω όροφο, για να τον νοικιάσει ως κατοικία. Το μόνο που άφησαν άθικτο οι επισκευές του ήταν τα δύο πελώρια μαρμάρινα τζάκια.
Το σπίτι ήταν δυώροφο, πέτρινο, με τοίχους πάχους ενός μέτρου. Στο ισόγειο είχε τέσσερα μεγάλα δωμάτια και στον πάνω όροφο πέντε, όλα στρωμένα με μεγάλες σανίδες. Στην πρόσοψη ήταν δύο δωμάτια –ένα μεγάλο δωμάτιο υποδοχής και ένα μικρότερο που χρησίμευε ως κρεβατοκάμαρα. Στον τοίχο ο Κανάρης είχε γράψει το όνομά του και δίπλα τη χρονολογία 1859. Για κάθε χρόνο που περνούσε χάραζε μία γραμμή δίπλα στη χρονολογία. Αυτό καθώς και τα κόκκινα και γαλάζια σχέδια στους τοίχους χάθηκαν όταν βάφτηκε το σπίτι.

READ  Good Morning από την Απέραντη Ομορφιά της Ελληνικής Θάλασσας

Όπως πολλά παλιά σπίτια, διέθετε μία ταράτσα με κόκκινα κολωνάκια. Η θέα του ήταν άπλετη. Δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα τεράστιο πεύκο, που πρόσφερε μεγάλη αναψυχή στον Κανάρη, όταν τα πρωινά και τα δειλινά ρέμβαζε στην ταράτσα. Το κτήμα διέθετε πολλά δέντρα που είχε φυτέψει με τα χέρια του, καθώς και ζώα που περιποιόταν ο ίδιος.
Το σπίτι ακολούθησε τη μοίρα των παλιών και απροστάτευτων σπιτιών. Παράκμασε, έμεινε ακατοίκητο και το 1967 κατεδαφίστηκε. Στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία μεγάλη και απρόσωπη στο νούμερο 56 της οδού Κυψέλης. Στο υπέρθυρό της υπάρχει μια μαρμάρινη επιγραφή.

READ  Χαρταετοί στον ουρανό: Καλή Καθαρά Δευτέρα-Καλά Κούλουμα-Καλή Σαρακοστή!

Η οδός Κυψέλης καταλήγει στην πλατεία Κυψέλης, η οποία επισήμως φέρει το όνομα πλατεία Κανάρη. Εκεί υπάρχει και μαρμάρινος ανδριάντας του πυρπολητή.

Η πολιτεία δεν διέσωσε το ιστορικό σπίτι, γιατί σπάνια ενδιαφέρεται για οτιδήποτε έξω από την πολιτική, αλλά τον Δεκέμβριο του 1933 η μετακομιδή της καρδιάς του Κανάρη από το Ναυτικό στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο έγινε με μεγάλες παράτες και μετά πάσης επισημότητος.

Τι απόμεινε από το σπίτι του Κανάρη;

Μέσα στο κτήμα βρισκόταν ένα εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, όπου εκκλησιαζόταν ο Κανάρης. Όπως αναφέρει η κτιτορική επιγραφή χτίστηκε από τον Κωνσταντίνο Κανάρη και τη σύζυγό του Δέσποινα το 1873. Περιτριγυρισμένος από πολυκατοικίες, ο μικρός ναός σώζεται μέχρι σήμερα στους πεζόδρομους Αγίων Αποστόλων και Σουμελά.

 

Στην αριστερή γωνία της πρόσοψης υπάρχει μια μαρμάρινη επιγραφή.

 

Αντίσταση σε μια άλλη σκλαβιά: των κατακτητών και των δωσίλογων.

πηγή

 

ΑΘΗΝΑ

Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook και ακολουθήστε μας στο Instagram

Αφήστε μια απάντηση